Δε φταίνε οι λαοί όταν μισούνται
Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους:
Τέλη Ιουνίου οι ταραχές ξέσπασαν στην Φιλιππούπολη. Οι εκκλησίες, τα σκολειά -τα ωραιότατα Ζαρίφεια χτισμένα πριν λίγα χρόνια από το Ζαρίφη- αλλάξανε σε μια μέρα αφέντη. Στις 15 Ιουλίου ήρθε η σειρά του Πύργου.
Θυμούμαι πως ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος και είδα με φριχτό σπαραγμό να μπαίνει το μανιασμένο πλήθος μέσα στο σκολειό και να πετάει έξω στο δρόμο από τα παράθυρα θρανία, χάρτες, και βιβλία. Είδα να μπαίνουνε στην εκκλησία και να βάφουνε με κόκκινη μπογιά όλες τις ελληνικές επιγραφές. Είδα τα ελληνικά μαγαζιά μέσα σε μια ώρα να γίνονται θρύψαλα. Κι οι αρχές… φυλάγανε την τάξη.
Στις 30 Ιουλίου σήμανε η ώρα της Αγχιάλου. Αλλ’ εκεί τα πράγματα ήτανε λιγάκι σκούρα. Η Αγχίαλος χτισμένη σ’ ένα ακρωτήριο ανάμεσα σε δυο θάλασσες κι έχοντας προς το μέρος της στεριάς τη λίμνη των αλυκών ήτανε από φυσικό της δύσκολο να κυριευθεί “από έξω”. Έπειτα ο πληθυσμός ήτανε ολάκερος σχεδόν ελληνικός κι ο δεσπότης είχε ετοιμάσει την άμυνα.
Όσοι είχανε υπηρετήσει στο στρατό, οπλιστήκανε και φυλάγανε βάρδια κάθε νύχτα στο στενό έμπασμα της πόλης. Και τηλεγραφούσε ο δεσπότης στην κυβέρνηση πως θα αναγκαστεί να “υπερασπίσει την τάξη…”.
Γι’ αυτό οι Βουλγαρομακεδόνες επιχειρήσανε να μπούνε νύχτα και ξαφνικά στην πόλη. Μα οι φρουροί αγρυπνούσανε και άρχισε το τουφεκίδι. Τότες επιχειρήσανε να στείλουν ένα απόσπασμα από το βορεινό στενό της Μεσέβριας και να βάλουνε τους Έλληνες “μεταξύ δύο πυρών’. Κατά το μεσημέρι η μάχη φούντωσε μέσα στην πόλη. Τότες έφτασε από τον Πύργο έφιππη χωροφυλακή να “θέσει τέρμα εις την συμπλοκήν”, ήγουν να εκτοπίσει τους Ρωμιούς και να παραδώσει την πόλη στους κομιτατζήδες. Κι η πόλη ολόκληρη, από παλιά ξύλινα σπίτια με στενούς δρόμους, παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε σε λίγην ώρα. (…)
Κι άκουσα δίπλα μου τη Μπάμπο Ζωίτσα -και ποιος δεν την ήξερε!… Γριά Βουργάρα εξελληνισμένη υπηρετούσε αμέτρητα χρόνια εκκλησάρισσα στην ελληνική εκκλησία. (…) Άκουσα λοιπόν τη Μπάμπο Ζωίτσα να μονολογεί ρωμέικα με τρόπο, που να πάρει τ’ αυτί μου την κουβέντα της:
-Καλά της κάνανε! Έτσι κι “αυτοί” καίνε στη Μακεδονία τα βουργάρικα χωριά. Αμ πώς!…
Είχε ξυπνήσει μέσα της η κοιμισμένη από χρόνια ράτσα της.
Τώρα φυσικά δε με ξαφνιάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί ξέρω, πως δεν φταίνε οι λαοί όταν μισούνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Φταίνε εκείνοι, που καλλιεργούν μέσα τους το μίσος και το έγκλημα και τους “διορίζουνε” κάθε τόσο και τον “προαιώνιο” εχθρό για να ξεθυμάνουνε. Για συμφέρο τάχα των λαών; Όχι βέβαια. Για το συμφέρο των ληστών.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
από τα “Ποιητικά” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ο Κώστας Βάρναλης διαβάζει τους Μοιραίους
Κώστας Βάρναλης 1883 - 1974
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι πληροφορίες από ΛΟΓΟΜΝΗΜΩΝ
http://varnaliskostas.blogspot.com/