Ο Σύλλογος ιδρύθηκε το 2003. Μέλη του είναι Μακεδόνες, Θρακιώτες και Πόντιοι. Σκοπός του συλλόγου είναι να κρατήσουμε ζωντανές τις παραδόσεις μας αλλά και να βρούμε τους τρόπους εκείνους που θα φέρουν κοντά στο σύλλογο νέους ανθρώπους. Σύνθημά μας , ναι στην αλλαγή, όχι στη μετάλλαξη. Μέλη στο σύλλογο μπορούν να γίνουν και οι φίλοι που μας αγαπούν.
Σάββατο 31 Ιουλίου 2010
Ο Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ ΞΗΡΕΑ
Ο Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ ΞΗΡΕΑ
AΓΝΩΣΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
(ΛΕΥΚΩΣΙΑ-ΚΥΠΡΟΣ,1949)
της Μαρίας Ράλλη-Υδραίου φιλολόγου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το 1939 ο Μαρίνος Ξηρέας. Καθηγητής τότε στο Γυμνάσιο της Κομοτηνής, από θεία σύμπτωση, οδηγήθηκε στα χνάρια του Γ. Βιζυηνού, χάρη στους μαθητές του Μιχαήλο και Χαράλαμπο Μαργαριτίδη, οι οποίοι, όπως αποκαλύφθηκε, είχαν παππού από τη μητέρα τους τον Μιχαήλο Μιχαηλίδη, μικρότερο αδελφό του Γ. Βιζυηνού. Στη συνέχεια ο Μαρίνος Ξηρέας τροφοδοτήθηκε με πλήθος πληροφοριών και λεπτομερειών από τη γιαγιά των μικρών μαθητών του, την Τζιβάνη Τριανταφιλλίδου-Μιχαηλίδου (δευτεροπαντρεμένη μετά τον θάνατο του Μιχαήλου Μιχαηλίδη) και από την κόρη της Δέσποινα Σ. Μαργαριτίδου, μητέρα των δύο μαθητών.
Τα μόνα στοιχεία που περιέσωσαν οι δυο γυναίκες μετά την προσφυγιά τους από τη Βίζα ή Βιζύη ήταν ένα χειρόγραφο, δίπλωμα του Γ. Βιζυηνού από την Αρχαιολογική Εταιρία όπου ήταν μέλος, ένα γράμμα και φωτογραφίες του. Η ολοκλήρωση της πληροφόρησης πραγματοποιήθηκε στον Πειραιά, όπου μεταφέρθηκε η οικογένεια του Σ. Μαργαριτίδη κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στην ελληνική Θράκη και όπου, μετά την απελευθέρωση πήγε και η γιαγιά Τζιβάνη με το γιο της Χρίστο Μιχαηλίδη. Το πολύτιμο υλικό έτυχε και τυπώθηκε στην Κύπρο, όπου ο Γ. Βιζυηνός είχε ζήσει ξενιτεμένος στα νεανικά του χρόνια, δεχόμενος τις επιρροές του κυπριακού ιδιώματος και πνεύματος.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Η γιαγιά Τζιβάνη Μιχαηλίδου-Τριανταφυλλίδου διέσωσε ακόμη αναμνήσεις και πληροφορίες από τη μητέρα του Γ. Βιζυηνού, την οποία είχε πεθερά και με την οποία έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της. Το υλικό είναι ανόθευτο και πολλά σημεία του έχουν επιβεβαιωθεί ή συμπληρωθεί από το γιο της Χρίστο Μιχαηλίδη και την κόρη της Δέσποινα Μιχαηλίδου-Μαργαριτίδου.
Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού, η Δέσποινα, δεν ήταν το πραγματικό παιδί του Παππουγιωργάκη και της Χατζαποστόλως. Ήταν από τον Άγιο Στέφανο που βρίσκεται στη Μαυροθάλασσα, στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Βουλγαρίας και ήταν μόλις εννέα μηνών, όταν κατέβηκαν οι πρώτοι Ρώσοι. Η γέννηση της κατά προσέγγιση ορίζεται στο 1827. Τον πατέρα της τον έλεγαν Βασιλικό και τη μητέρα της Πλούμω, Η οικογένεια της ήταν από τις πιο πλούσιες του χωριού. Η Δέσποινα ορφάνεψε πρώτα από τον πατέρα της (εννέα μηνών) και έπειτα από τη μητέρα της (τεσσάρων ετών). Με το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828 βρέθηκε εντελώς έρημη, σε ξένα χέρια, στο χωριό Τζόγγαρα, στο σπίτι του Αρναούτογλου, που ήταν ο πρώτος του χωριού. Εκεί μεγάλωσε και η Μαρούλα, η μεγάλη αδελφή της Δέσποινας, η οποία αργότερα καλοπαντρεύτηκε στο χωριό Ασμπουγά. Τη Δέσποινα τη βρήκε ο πραματευτής Παππουγιωργάκης και την πήρε μαζί του στη Βίζα, όπου και την υιοθέτησε, επειδή έτυχε να είναι άτεκνος. Ήταν ντόπιος από τη Βίζα με καλή περιουσία και σπίτι αρκετά μεγάλο. Όταν η Τζιβάνη πήγε στη Βίζα το 1885, ο Παππουγιωργάκης δε ζούσε πλέον. Η γιαγιά Χατζαποστόλω, η Χρουσή, ζήλευε πολύ τη Δέσποινα, γιατί ο Παππουγιωργάκης την αγαπούσε περισσότερο και από παιδί και από γυναίκα.
Όταν η Δέσποινα έγινε δεκαοκτώ ετών, ο Παππουγιωργάκης την πάντρεψε με τον Μιχαήλο, τον πατέρα του Γ. Βιζυηνού, που ήταν από το Κρυόνερο, μιάμιση ώρα από τη Βίζα, μέσα στο βουνό. Στο Κρυόνερο έμεινε η αδελφή του Μιχαήλου που, αργότερα, όταν χήρεψε, κατέβηκε κι αυτή στη Βίζα. Ο Μιχαήλος, σαν αρραβωνιασμένος με τη Δέσποινα, έμεινε τέσσερα χρονιά στο σπίτι του Παππουγιωργάκη και για λίγο ακόμη σαν παντρεμένος. Ύστερα, για δύο χρόνια, έμεινε στο πατρικό του στο Κρυόνερο, όπου γεννήθηκε και ο Χριστάκης. Ο Μιχαήλος ήταν πραματευτής σαν τον ΙΙαππουγιωργάκη και έχτισε δικό του σπίτι στη Βίζα με τη βοήθεια του Παππουγιωργάκη, το 1849, και κόστισε 10.000 γρόσια. Ο Παππουγιωργάκης πέθανε γέρος, το 1854, από τύφο, μετά από ένα μακρινό ταξίδι από τη Βουλγαρία, απ' όπου έφερνε κυρίως μεταξωτά, μπρισίμια για τους ραφτάδες και άλλες πραμάτειες.
Η πραγματική γιαγιά της Δέσποινας, ένας αδελφός της μητέρας της και ξαδέλφια της έμειναν στον Άγιο Στέφανο και είχαν μεγάλη περιουσία. Τους ανήκαν ολόκληρα βουνά και δάση με κοπάδια από αγελάδες, βουβάλια και άλογα. Έστελναν ξυλεία. κάρβουνα και ζώα από το λιμάνι της Ινιάδας στην Πόλη, όπου διατηρούσαν γραφείο και αποθήκες. Αν και η γιαγιά της Δέσποινας συχνά την ειδοποιούσε για να πάει στον Άγιο Στέφανο να της χωρίσει το μερίδιο της από την πατρική περιουσία, η Δέσποινα δεν πήγε ποτέ ούτε στην περίοδο της πιο μεγάλης της φτώχειας.
Η Δέσποινα έζησε με τον άντρα της περίπου δέκα χρόνια και είχαν πέντε παιδιά, Ο Χριστάκης σκοτώθηκε μεγάλος, η Άννα μωρό, όταν την “πλάκωσε” η μάνα της, ο Γ, Βιζυηνός, η Αννιώ, που πέθανε κι αυτή μικρή, και ο Μιχαήλος που ήταν δυο μηνών, στην κοιλιά της Δέσποινας, όταν πέθανε ο πατέρας του και πήρε έπειτα το όνομα του.
Όταν, το 1872, γύρισε ο Γ. Βιζυηνός από την Κύπρο στην Πόλη, τους ειδοποίησε στο χωριό και πήγαν ο Μιχαήλος με τη μητέρα του στη Σηλυβρία, και εκεί. στο μεγάλο πανηγύρι, στις 8 Σεπτεμβρίου, τον συνάντησαν, αλλά δεν τον γνώρισαν αμέσως, καθώς ήταν ρασοφορεμένος. Όταν αργότερα ο Γ. Βιζυηνός γύριζε τα καλοκαίρια από την Αθήνα στην Πόλη, έπαιρνε εκεί και τη μητέρα του και τα δύο αδέλφια του, τον Χριστάκη και τον Μιχαήλο, πριν από το 1877, όταν ζούσε και ο Χριστάκης. Κι έπειτα, όταν αυτός σκοτώθηκε, πάλι την έπαιρνε τη μητέρα του ο Γ. Βιζυηνός και την πήγαινε σε φιλικά του σπίτια. Τότε την πήγε και στον Πατριάρχη.
Το 1885, όταν στεφανώθηκε η Τζιβάνη τον Μιχαήλο, ήρθε και η Δέσποινα στην Αθήνα. Την έφερε ο αδελφός της Τζιβάνης, ο γιατρός Γιαννάκης Γαλάτης, με τη γενική επιστράτευση. Έτυχε να βρεθεί τότε στην Αθήνα τη στιγμή που σταμάτησαν τον Γ. Βιζυηνό από το γυμνάσιο, επειδή ήταν με το κόμμα του Τρικούπη. Αργότερα τον έστειλαν στη Σύρο. Η Δέσποινα έμεινε στην Αθήνα ένα χρόνο και γύρισε έπειτα στη Βίζα μαζί με τον Γ. Βιζυηνό. Ήταν μεγάλη της επιθυμία να γυρίσει στο χωριό, γιατί, αφενός, δεν της άρεσε διόλου η Αθήνα και, αφετέρου, γιατί έπληττε. Ο γιος της ήταν πάντα αμίλητος και έγραφε συνεχώς. Θα προτιμούσε, όπως έλεγε, να τον είχε κάνει έναν αγελαδάρη για να έρχεται στο σπίτι και να της μιλά. Ανησυχούσε ακόμη για τα σχέδια που έκαναν στην Αθήνα για το μεταλλείο. Δυσπιστούσε για την αίσια κατάληξη αυτού του θέματος και αγωνιούσε για την τύχη του γιου της.
“Είναι βουνά εκεί πάνω και θα τον σκοτώσουν οι κλέφτες”, έλεγε.
Πραγματικά έπαιρναν από το χωριό όσους είχαν όπλα για να προφυλαχτούν από τούς ληστές, κάθε φορά που πήγαιναν στα βουνά για το “μέταλλο”. Συμμετείχε ο ίδιος ο Γ. Βιζυηνός στις έρευνες για το μετάλλευμα και προσωπικά κατέβαινε βαθιά στα σπήλαια δεμένος με σκοινιά. Ήταν τόσο το πάθος του, που κάποιο Πάσχα ξεκίνησε ανήμερα μαζί με έναν άλλο ειδικό για το Σαμάκοβο. Χαρακτηριστική είναι η συνομιλία μεταξύ μητέρας και γιου:
“Πάσχα, παιδί μου, και φεύγεις;” του λέει εκείνη.
“Πεθαμή και λίρα”, της απαντά.
Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού έζησε ως το 1907, δεκαπέντε χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μιχαήλου και έντεκα από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού, σαν αγία, έχοντας χάσει όλα της τα παιδιά. Από τα πολλά δάκρυα έχασε το φως της σταδιακά και έζησε δώδεκα χρόνια εντελώς τυφλή κοντά στη νύφη της, Τζιβάνη, και τα εγγόνια της. Επειδή πέρασε περίπου πενήντα χρόνια ντυμένη στα μαύρα, ζήτησε από τη νύφη της, όταν πεθάνει, να τη θάψουν με ανοιχτόχρωμα ρούχα και άσπρο φακιόλι. Ο θάνατός της ήταν ήρεμος. Διατήρησε τα λογικά της ως το τέλος.
Ο δεύτερος άντρας της Τζιβάνης, ο “Χατζής”, έλεγε ότι θα ήθελε να έχει το θάνατο της. Στην κηδεία της ήταν όλο το χωριό, Έλληνες και Τούρκοι. Ο ιερέας, ο παπα-Τριαντάφυλλος, της έβγαλε ένα συγκινητικό λόγο. Ήταν πολύ άτυχη στη ζωή της η Δέσποινα. Ο ίδιος ο Γ. Βιζυηνός στο ποίημα του Η Μητέρα των Επτά, προφητικά, εξαγγέλλει την τραγική μοίρα της μητέρας του: “Ποιος ξέρει τι σκυλιά της γης θα ’ρχόνταν εκεί πέρα να φάνε το θαλασσινό, να φανέ τη μητέρα, που πέθαν' απ' την πίκρα της ως τ' άλλο το πουρνό” (Γ, Βιζυηνός, Τα Ποιήματα, εκδ. Φέξη, σ. 129-130).
Πάντως ένα είναι βέβαιο, ότι, δηλαδή, ο Γ. Βιζυηνός υπεραγαπούσε τη μητέρα του. Ενώ ο Μιχαήλος έμοιαζε πολύ του πατέρα του και στο πρόσωπο και στα φυσικά του χαρακτηριστικά, ο Γ. Βιζυηνός έμοιαζε της μητέρας του σε όλα, κυρίως δε στις χάρες της. Θυμούνται τον Γ. Βιζυηνό μεγάλο με άσπρο πρόσωπο, μαύρα μάτια και γένια. Όποτε γύριζε στο σπίτι από την Πόλη, φορούσε φέσι κι η μητέρα του, του έλεγε: “Έτσι πρέπεις πιο καλά”.
Το πατρικό τους σπίτι στη Βίζα ήταν σε άπλωμα, δίπατο με έξι δωμάτια επάνω, γύρω από τη μεγάλη σάλα, και κάτω τέσσερα μαγαζιά. Στην αυλή με τον κήπο και τους υψηλούς τοίχους έθαψαν τον Χριστάκη, κάτω από τη “μηλιά”, λόγω των γεγονότων εκείνης της ημέρας. Εκεί έμενε ο Γ. Βιζυηνός με τη μητέρα του και την οικογένεια του αδελφού του. Για ένα διάστημα το σπίτι έγινε μητρόπολη κι έπειτα δικαστήριο για πέντε περίπου χρόνια. Το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Ανατολική Θράκη, πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες πήγαιναν να το δουν, όπως και ο Συνταγματάρχης Μαζαράκης, ο οποίος και το φωτογράφησε. Το σπίτι, καθώς και το αμπέλι και το χωράφι, πουλήθηκαν από τον Μιχαήλο για το μεταλλείο.
Την είδηση για την τρέλα του Γ. Βιζυηνού την έμαθε ο Μιχαήλος όταν πήγαινε στις Σαράντα Εκκλησιές. Γύρισε αμέσως πίσω στη Βίζα και για κάποιες ημέρες το κράτησε μυστικό από τη μητέρα του. Προσπάθησαν οι δικοί της να την παραπλανήσουν με ένα ψεύτικο γράμμα που δήθεν έφερε από την Αθήνα η αδελφή της Τζιβάνης. Όταν τελικά το έμαθε, είπε στον Μιχαήλο: “Δε σε το 'λεγα πως θα τρελαθεί μια μέρα από τα πολλά γράμματα!”
Σε ένα γράμμα προς τον Αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο, το οποίο παραθέτει ο Γ. Βαλέτας, ο Γ. Βιζυηνός αναφέρεται στη μητέρα του: “Προ της ενάρξεως των μαθημάτων μετέβην και προς συνάντησιν της μητρός μου. Σας αφήνω να φαντασθήτε την χαράν, ην ησθάνθη όταν με είδεν...” (αναφέρεται στην περίοδο που βρισκόταν στην Πόλη, το 1872),
Σε ένα άλλο γράμμα του γραμμένο στις 20-24 Σεπτεμβρίου 1890 στο Gastein και σταλμένο στον αδελφό του Μιχαήλο, στη Βίζα, ο Γ, Βιζυηνός καταλήγει ως εξής: “Μετά δέκα ή δώδεκα ημέρας από σήμερον θα είμαι εις Αθήνας, όπου περιμένω να με γράψης τα καθέκαστα του τόπου, επειδή την άνοιξη πολύ πιθανόν να υπάγω εις το Σαμακόβι. Σας ασπάζομαι όλους και φιλώ το χέρι της μητέρας”.
Ο Γ. Βιζυηνός έκλαιγε σαν μικρό παιδί κάθε φορά που έφευγε από το χωριό του. Την τελευταία φορά, το 1889, όπως θυμόταν η Τζιβάνη, έκλαιγε περισσότερο, σαν να ήξερε ότι δε θα τους έβλεπε ξανά.
Ο Μιχαήλος πέθανε από αποπληξία στις 9 Ιουλίου 1892, Ο Γ. Βιζυηνός πέθανε σε τέσσερα χρόνια, στις 15 Απριλίου 1896, απο προϊούσα γενική παράλυση, με φαινόμενα κινητικής αταξίας, ενώ βρισκόταν στο φρενοκομείο (το “Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο”) από τις 14 Απριλίου 1892.
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Ο Γ. Βιζυηνός έδειξε ιδιαίτερη μερίμνα για τα σχολεία της περιοχής του. Επιθεωρούσε τούς δασκάλους και τους συνιστούσε να διδάσκουν στα παιδιά πρακτικά και γεωργικά μαθήματα, να κάνουν συλλογές από βότανα και να καλλιεργούν σχολικούς κήπους. Δάσκαλοι, Επίτροποι και άλλοι συμπολίτες του συγκεντρώνονταν στο πατρικό του σπίτι και συζητούσαν για τα κοινοτικά και σχολικά ζητήματα. Πολύ συχνά πήγαινε εκεί και ο Μητροπολίτης Ιερόθεος.
Τις Κυριακές δεν πήγαινε ο ίδιος στην εκκλησία του χωριού του, αλλά έστελνε τις γυναίκες και τα παιδιά. Προτιμούσε να μένει κλεισμένος στο σπίτι και να ψάλλει μόνος του. Όταν στην κηδεία της θείας του Μαρούλας τα έχασε ο ιερέας, συνέχισε ο Γ. Βιζυηνός την ακολουθία.
Μεγάλη αδυναμία έδειχνε για τα παιδιά. Όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε με τα ανιψάκια του, που τα υπεραγαπούσε. Τους μάθαινε ποιήματα και τα έλεγαν στο σχολείο. Στην Ανδρονίκη είχε μάθει το γνωστό “'Εχω μια κούκλα στο κουτί, μια κούκλα στο καλάθι...”. Είχε τις φωτογραφίες τούς μαζί του στην Αθήνα και τις έδειχνε στους φίλους του. Τους είχε υποσχεθεί πως όταν μεγάλωναν, θα τα έπαιρνε στην Αθήνα για να τα σπουδάσει.
Όταν δεν έγραφε, του άρεσε να σχεδιάζει. Είχε βγάλει με μολύβι και τη φωτογραφία του. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ν. Βασιλειάδη (ΘΡΑΚΙΚΑ Ε', 1934, σ. 246), ο Γ. Βιζυηνός είχε φτιάξει το σκίτσο του ιστορικού Π. Καρολίδη, ενώ αυτός καθόταν ανύποπτος απέναντι τους, στο καφενείο “Σύνταγμα” (σήμερα βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη).
Από την Τζιβάνη πληροφορούμαστε ότι ο Γ. Βιζυηνός ασχολείτο με τις δουλειές του σπιτιού, κυρίως με το μαγείρεμα και το πλύσιμο των πιάτων. Για να μη χαλάσει τα χέρια του, κρατούσε το πιατόπανο με τη μασιά.
Πήγαινε με τους δικούς του στα πανηγύρια. Έδειχνε ενδιαφέρον στους λαϊκούς χορούς και τα “πρωτινά” τραγούδια. Θυμούνται ότι κάποια φορά στη Μαγκριώτισσα, μισή ώρα από τη Βίζα, έβαλε μια γυναίκα να τραγουδήσει ένα πολεμικό τραγούδι για να το ακούσει. Την παραμονή του Άγιου Γεωργίου πήγαινε στο χωριό Άι Γιώργης, μια ώρα από τη Βίζα, για να ακούσει τις τρεις γυναίκες που τραγουδούσαν τον Άι Γιώργη, κάνοντας συγχρόνως κάτι παράξενες ρυθμικές κινήσεις. Ακόμη πήγαινε στο ίδιο χωριό για να παρακολουθήσει τους “Καλόγερους", ένα είδος σατιρικού μιμικού θιάσου, κατάλοιπο της διονυσιακής λατρείας (περιοδικό Έβδομας Ε', 1888 και Θρακική Επετηρίς 1897,σ, 102-127),
Αγαπούσε πολύ την παράδοση και όλα τα παλιά πράγματα. Στο σπίτι του στην Αθήνα είχε βάλει για κουρτίνες χρωματιστούς μπερντέδες που είχε φέρει από τη Βίζα, καθώς και χωριάτικα κιλίμια.
Όταν έτρωγαν, είχε τη διάθεση να τους διηγιέται διαρκώς διάφορες ιστορίες, ενώ όλες τις άλλες ώρες ήταν αμίλητος και όλο έγραφε. Ήταν πολύ ιδιότροπος και νευρικός. Τον ενοχλούσαν τα παραθυρόφυλλα που έτριζαν και κάποια στιγμή τα έβγαλε. Έπειτα έτριζαν τα τζάμια και για να τα στερεώσει, επειδή δεν είχαν στόκο, έβαζε σπιρτόξυλα. Όλοι προσπαθούσαν να μην κάνουν θόρυβο και περπατούσαν με τις κάλτσες, το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο Γ, Βιζυηνός.
Σύμφωνα με την καταγραφή τριών τύπων εικονογραφίας του Γ. Βιζυηνού από τον Γεώργιο Βαλέτα, γνωρίζουμε ότι ο Γ. Βιζυηνός φορούσε άλλοτε καπέλο και πλατιά γραβάτα (πλαστρόν) με την περίφημη καρφίτσα κι άλλοτε καλπάκι από αστραχάν στο κεφάλι, επανωφόρι με γούνα και υποδήματα αντί για μπότες. Όπως αναφέρει ο Κ. Παλαμάς, ο Γ. Βιζυηνός έπεσε θύμα στο Βερολίνο, το χειμώνα του 1880, μπροστά στα ανάκτορα, “φέρων ποδήρη χιτώνα και κάλυμμα της κεφαλής εξ αστραχάν” και είχε σαν αποτέλεσμα να συλληφθεί σαν ύποπτος κατά της ζωής του ηλικιωμένου αυτοκράτορα Γουλιέλμου Α' (εφημ. Εμπρός, 2 Απριλίου 1916).
Σε μια φωτογραφία, σε παραλλαγή, ο συγγραφέας παρουσιάζεται χωρίς καπέλο και με χωρίστρα, η οποία σκεπάζει αραιά τη φαλάκρα. Σε άλλη παρουσιάζεται με ριγέ παντελόνι και σε τρίτη το πρόσωπο του είναι χωρίς γενειάδα αλλά με μπαμπέτες. Με το καλπάκι και τα υποδήματα προσδιορίζεται με πιο μεγάλη ακρίβεια το ντύσιμο του Γ. Βυζιηνού, όταν πρωτοσυνάντησε τον Μοσκώβ Σελήμ. Στο γράμμα του από το Gastein σημειώνει : “Επι οκτώ ημέρας τας πρώτας ήτο ελεεινός καιρός Ευτυχώς έχω μαζί μου χειμωνιάτικα ρούχα και έχω τη γούνα . Τα πρώτα δι’ έξω και τη γούνα δια το σπίτι” (Bad Gastein, Hotel “setraubinger”,Σεπτέμβριο1890).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΕΝΘΕΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΊΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΟ ΒΗΜΑ ΟΠΩΣ ΑΝΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΠΑΙΔΟΥΨΥΧΟΛΟΓΟΣ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ της Λαμπρινής Κουζέλη Παρασκευή 2 Απριλίου 2010