Δε φταίνε οι λαοί όταν μισούνται
Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους:
Τέλη Ιουνίου οι ταραχές ξέσπασαν στην Φιλιππούπολη. Οι εκκλησίες, τα σκολειά -τα ωραιότατα Ζαρίφεια χτισμένα πριν λίγα χρόνια από το Ζαρίφη- αλλάξανε σε μια μέρα αφέντη. Στις 15 Ιουλίου ήρθε η σειρά του Πύργου.
Θυμούμαι πως ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος και είδα με φριχτό σπαραγμό να μπαίνει το μανιασμένο πλήθος μέσα στο σκολειό και να πετάει έξω στο δρόμο από τα παράθυρα θρανία, χάρτες, και βιβλία. Είδα να μπαίνουνε στην εκκλησία και να βάφουνε με κόκκινη μπογιά όλες τις ελληνικές επιγραφές. Είδα τα ελληνικά μαγαζιά μέσα σε μια ώρα να γίνονται θρύψαλα. Κι οι αρχές… φυλάγανε την τάξη.
Στις 30 Ιουλίου σήμανε η ώρα της Αγχιάλου. Αλλ’ εκεί τα πράγματα ήτανε λιγάκι σκούρα. Η Αγχίαλος χτισμένη σ’ ένα ακρωτήριο ανάμεσα σε δυο θάλασσες κι έχοντας προς το μέρος της στεριάς τη λίμνη των αλυκών ήτανε από φυσικό της δύσκολο να κυριευθεί “από έξω”. Έπειτα ο πληθυσμός ήτανε ολάκερος σχεδόν ελληνικός κι ο δεσπότης είχε ετοιμάσει την άμυνα.
Όσοι είχανε υπηρετήσει στο στρατό, οπλιστήκανε και φυλάγανε βάρδια κάθε νύχτα στο στενό έμπασμα της πόλης. Και τηλεγραφούσε ο δεσπότης στην κυβέρνηση πως θα αναγκαστεί να “υπερασπίσει την τάξη…”.
Γι’ αυτό οι Βουλγαρομακεδόνες επιχειρήσανε να μπούνε νύχτα και ξαφνικά στην πόλη. Μα οι φρουροί αγρυπνούσανε και άρχισε το τουφεκίδι. Τότες επιχειρήσανε να στείλουν ένα απόσπασμα από το βορεινό στενό της Μεσέβριας και να βάλουνε τους Έλληνες “μεταξύ δύο πυρών’. Κατά το μεσημέρι η μάχη φούντωσε μέσα στην πόλη. Τότες έφτασε από τον Πύργο έφιππη χωροφυλακή να “θέσει τέρμα εις την συμπλοκήν”, ήγουν να εκτοπίσει τους Ρωμιούς και να παραδώσει την πόλη στους κομιτατζήδες. Κι η πόλη ολόκληρη, από παλιά ξύλινα σπίτια με στενούς δρόμους, παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε σε λίγην ώρα. (…)
Κι άκουσα δίπλα μου τη Μπάμπο Ζωίτσα -και ποιος δεν την ήξερε!… Γριά Βουργάρα εξελληνισμένη υπηρετούσε αμέτρητα χρόνια εκκλησάρισσα στην ελληνική εκκλησία. (…) Άκουσα λοιπόν τη Μπάμπο Ζωίτσα να μονολογεί ρωμέικα με τρόπο, που να πάρει τ’ αυτί μου την κουβέντα της:
-Καλά της κάνανε! Έτσι κι “αυτοί” καίνε στη Μακεδονία τα βουργάρικα χωριά. Αμ πώς!…
Είχε ξυπνήσει μέσα της η κοιμισμένη από χρόνια ράτσα της.
Τώρα φυσικά δε με ξαφνιάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί ξέρω, πως δεν φταίνε οι λαοί όταν μισούνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Φταίνε εκείνοι, που καλλιεργούν μέσα τους το μίσος και το έγκλημα και τους “διορίζουνε” κάθε τόσο και τον “προαιώνιο” εχθρό για να ξεθυμάνουνε. Για συμφέρο τάχα των λαών; Όχι βέβαια. Για το συμφέρο των ληστών.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
από τα “Ποιητικά” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ο Κώστας Βάρναλης διαβάζει τους Μοιραίους
Ο Σύλλογος ιδρύθηκε το 2003. Μέλη του είναι Μακεδόνες, Θρακιώτες και Πόντιοι. Σκοπός του συλλόγου είναι να κρατήσουμε ζωντανές τις παραδόσεις μας αλλά και να βρούμε τους τρόπους εκείνους που θα φέρουν κοντά στο σύλλογο νέους ανθρώπους. Σύνθημά μας , ναι στην αλλαγή, όχι στη μετάλλαξη. Μέλη στο σύλλογο μπορούν να γίνουν και οι φίλοι που μας αγαπούν.
Σάββατο 31 Ιουλίου 2010
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ , Ο ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ που έζησε τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας
Σε τούτο το μικρό χώρο, θα προσπαθήσουμε να "χωρέσουμε" ένα μικρό αφιέρωμα στην Μεγάλη μορφή ενός ΣΤΟΧΑΣΤΗ, ΠΟΙΗΤΗ,ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΑΓΩΝΙΣΤΗ. Του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ. Μιας Κομβικής μορφής και σκέψης που έχει ΣΗΜΑΔΕΨΕΙ την ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ και ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ και ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ αλλά αποτελεί και ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ στον 20ο Αιώνα.Μια μεγάλη παρακαταθήκη και κληρονομιά τέχνης, έμπνευσης, ανθρωπισμού, σκέψης, προσφοράς.
--------------------------------------------------------------------------------
"Τι θέλετε πάλι;
Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής;
Δεν σας το είπα την πρώτη φορά;
Ολο τα ίδια θα λέμε;"
--------------------------------------------------------------------------------
"Η Ποίηση του Βάρναλη γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" και δοκιμές και περιπλανήσεις στους "λειμώνες των ασφοδελών" Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού"
"Η πείρα της κοινωνικής θεωρίας γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης αλλά και η αρχαία ελληνική αγωγή, μαζί με μία εκτάκτως λεπτή έλξη προς το αισθητικό και το ωραίο, το καλλιτεχνικό ωραίο, που ρέει στο αίμα του, διαμόρφωσαν ένα προσωπικό και φιλοσοφημένο λογοτεχνικό χαρακτήρα, -που συγκέντρωσε τις ελπίδες για την καλλιέργεια και στον τόπο μας της αριστερής τέχνης"
--------------------------------------------------------------------------------
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ο Κώστας Βάρναλης, που αποσύρθηκε στο βασίλειο της σιωπής το Δεκεμβριο του 1974, σε ηλικία 91 χρονών, ήταν ο τελευταίος της ανεπανάληπτης λογοτεχνικής τετράδας (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Αυγέρης, Βάρναλης) και υπήρξε μιά ρωμαλέα και ισχυρή προσωπικότητα από τις πιό σεβάσμιες των γραμμάτων μας. Γεννήθηκε το 1883 στον Πύργο της Βουλγαρίας και σπούδασε στή φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας ανακηρύχτηκε διδάκτορας. Αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου παρακο λούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας, και υπηρέτησε σε διάφορα Γυμνάσια και στο Διδασκαλείο Μεσης Εκπαιδεύσεως. Οι γνώσεις του και η σοφία του θα του άνοιγαν το δρόμο του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά οι ιδεολογικές του πεποιθήσεις στάθηκαν αφορμή γιά την αντίδραση και τη στενοκεφαλιά της δικτατορίας του Παγκάλου, η οποία ύστερα από συκοφαντίες γιά δήθεν αντεθνικότητα και άλλες ανοησίες, τον έδιωξε το 1926 από την υπηρεσία του, κι έκτοτε έζησε εργαζόμε νος ως δημοσιογράφος και χρονογράφος.
Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και ανήσυχος, και σύγχρονα δεξιοτέχνης της ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Εχοντας προσέτι έκτακτη και λεπτή ευαισθησία, ως πρός το αισθητικό, το καλλιτεχνικά ωραίο, διαμόρφωσε έναν προ σωπικό και φιλοσοφημένο χαρακτήρα, που υπήρξε πηγή έλξεως πολλών νέων λογοτεχνών και καλλιτεχνών.
Η ποίηση, η μελέετη, η κριτική, το χρονογράφημα έδωσαν την ευκαιρία στον μεγάλο δάσκαλο, τον Βάρναλη, ν'ανοίξει καινούριους δρόμους γιά προέκταση της σκέψης, να μεταδώσει γνήσιες και έντονες καλλιτεχνικές συγκινήσεις, και να ξεδιπλώσει μπρος στα μάτια των ανθρώπων τον πλούτο της σοφιας του. Γενικά τα γραπτά του αποδείχνουν σπάνια διαλεκτική δεινότητα, σατιρική διάθεση, ζωηρή έκφραση, κριτική βαθύτητα μοναδική, που εισχωρεί ως τις ρίζες των φαινομένων και τα παρουσιάζει όπως είναι, κι όχι όπως φαίνονται.
H ποίησή του λυρική, χυμώδης και ρωμαλέα στη σύλληψη, με αψεγάδιαστη μετρική τελειότητα, είναι σχεδόν πάντα σαρκαστική, διονυσιακή, αλλά ποτέ αναισθητικά βάρβαρη, όπως κακώς χαρακτηρίστηκε στην αρχή απο τον Αριστο Καμπάνη, που αργότερα ο ίδιος ανακάλεσε.
Ο Βάρναλης είναι από τους μεγάλους ποιητές της νεοελληνικής γενιάς και στα ποιήματά του έχει συλλάβει τόσες λεπτότατες καταστάσεις της ψυχής, που δείχνουν το βάθος της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του και τις λάμψεις του αστείρευτου λυρισμού του. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1919, παρουσιάζει ένα ποίημα, τον Προσκυνητή, αφιερωμένο στον πατέρα της Ελληνικής λαογραφιας Ν.Γ. Πολίτη, που συνθέτει έναν αληθινό ύμνο στην αιώνια Ελλάδα. Στα 1922, όμως παρουσιάζει την ποιητική συλλογή Το φώς που καίει. Από τότε η ποίησή του γίνεται αγωνιστική και επαναστατική. Πραγματικά, το «Φώς που καίει» αποτελεί το κορύφωμα της ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη, και εκφράζει ανάγλυΦα τις νέες ιδεολογικές του θέσεις. Τo Φώς που καίει κρί θηκε απ'όλους σαν ένα έργο μεγάλης φιλοσοφικής πνοής και ποιητική σύλληψη και πτήση από τις υψηλότερες που έχει να επιδείξει η νεοελληνική ποίηση. «Η ποίησή του - έγραψε ο αστράτευτος κριτικός Τίμος Μαλάνος - αστράφτει από φώς. Λείπουν σ' αυτήν ολότελα οι σκιές και οι μισοί τόνοι. Η αρχαιόπρεπη ομορφιά της παρουσιάζεται χωρίς το παραμικρότερο ψυχικό ράγισμα».
Το δεύτερο αντιπροσωπευτικό ποιητικό έργο του Βάρναλη είναι οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, εμπνευσμένο από το Εικοσιένα, που τούς αντιπαρατάσσει στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού. Ωστόσο ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, με το νέο του ποιητικό έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασκήμιες της, τους Φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέγει - στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».
Πολλά ποιήματα του Βάρναλη, όπως Οι πόνοι της Παναγίας, Η μάνα του Χριστού, Η Μαγδαληνή, Η θάλασσα, Οι μοιραίοι κ.ά. θα μείνουν γιά πάντα από τα λυρικότερα τραγούδια της ελληνικής ποίησης. Η τελευταία του ποιητική συλλογή Οργή λαού εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στα ποιήματα του αυτά, γραμμένα στα χρόνια της δικτατορίας, μιλά έξω απο τα δόντια. Τα λέει όλα σταράτα κι απροκάλυπτα. Δεν φοβάται κανένα και τίποτα.
Από τα πεζά και κυρίως τα κριτικά έργα του Βάρναλη ξεχωριστή θέση κατέχουν τα έργα: Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. Στο βιβλίο του, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, προσπαθεί να δικαιώσει την ευχή του Παλαμά γιά το ξαναξέτασμα του σολωμικού έργου: «Ομως ακόμα περιμένουμε έναν εκδότη κι έναν εξηγητή του Σολωμού, όμοια σοφό (εννοεί τον Πολυλά), μα λιγότερο αίσθη ματικό, αντικειμενικότερο κριτή του Δασκάλου...». Και ο Βάρναλης έχοντας όλα τα εφόδια γιά το εγχείρημα καταπιάστηκε να ξεκαθαρίσει την κριτική της ψευδολογίας γιά το Σολωμό και το εργο του. Καί το βιβλίο του ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική αντικειμενικότατο θέτει τα πράγματα στη θέση τους. Γράφει ό Βάρναλης: «Εκεί που πρέπει να σταματάει κάθε τεχνο κρίτης και κάθε λογοτεχνικός κριτικός, δεν είναι οι ιδέες ή οι αλήθειες καθεαυτές, μα το αισθητικό τους αποτέλεσμα». Και συνεχίζει: «Δύο είναι οι θεμελιακές αισθητικές και γενικότερα φιλοσοφικές αρχές του Σολωμού: το απόλυτο και το υψηλό, δηλ. η πνευματική ελευθερία». Και τις δύο αυτές αρ χές ο Σολωμός τις μορφοποίησε στα ποιήματά του, και κυρίως στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» με τρόπο μεγαλοφυή και ανεπανάληπτο.
Το βιβλίο, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. του Βάρναλη, θεωρείται το αριστούργημά του. Ξεκινώντας άπό τον Ξενοφώντα, ο Βάρναλης θα θελήσει να δεί ρεαλιστικότερα τον μέγιστο φιλόσοφο της Αρχαιότητας, καθώς επίσης και την εποχή του, και να γράψει μιάν άλλη απολογία, τήν α λ η θ ι ν ή, όπως ο ίδιος την ονομάζει. Με τη διαφορά ότι τα λόγια που θα βάλει στο στόμα του Σωκράτη δεν είναι λόγια εκείνου, μα δικά του. Γιατί, όπως εκείνος είχε τα «καινά του δαιμόνια», έτσι τώρα κι αυτός, με τα δικά του, είχε βρεθεί σε διάσταση με τις ιδέες της εποχής του. Με τον ρητορικό αυτό λόγο όπου η πιό γνήσια δημοτική γλώσσα, ο σατιρικός οίστρος και το κέφι, συνδυαζόμενα με αναχρονιστικούς υπαινιγμούς και άφθονο σκώμμα - μας έδωσε ένα έργο στέρεο, πολύτιμο και ωραίο.
Στο Ημερολόγιο της Πηνελόπης αντιστρέφοντας το μύθο γιά το μύθο, και με τα δικαιώματα της δημιουργικής φαντασίας, ο θαυμάσιος τεχνίτης επιχειρεί να δώσει έκφραση στον μέσα κόσμο του, και μορφή στα οράματά του. Με όργανο την απαράμιλλη αρχαιογνωσία του, ο στοχασμός του, ο λυρισμός του και η χλεύη του έκαμαν «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης» ένα ωραίο τεχνούργημα. Ενα τεχνούργημα, που με τα έξυπνά του ευρήματα και τη λάμψη του ύφους του, χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές πραγματικής ευφροσύνης.
Θαυμάσιες σελίδες, με πλούτο γνώσεων γιά την τέχνη των αρχαίων, και την αισθητική της εξέλιξη ανά τους αίώνες, υπάρχουν στους δυό τόμους Αισθητικά - Κριτικά. Αξιόλογο από κάθε πλευρά στέκεται και το βιβλίο του Ζωντανοί άνθρωποι (φιλολογικά πορτραίτα).
Τα άπαντά του εκδόθηκαν το 1957 σε έξι τόμους, που τούς επιμελήθηκε ο ίδιος. Ο Κώστας Βάρναλης, το 1959 βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν γιά την προσφορά του στον αγώνα γιά την ειρήνη.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό ― την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένη εκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου· δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από δω κι ομπρός δικό μου βασίλειο, όπως είναι και των πουλιών!...
Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ-Nίκος ο Aποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω», γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας. Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου.
Tα Zαρίφεια Διδασκαλεία
Όμως τα πράματα δεν ήρθανε όπως τα περίμενα. Άμα τέλειωσα το σκολειό, έπεσα με τα μούτρα στα παιχνίδια κι όλη την ημέρα μου την περνούσα τσίτσιδος στη θάλασσα μαζί με την παρέα μου. Xαιρόμουνα την «ελευθερία» μου με όλο μου το είναι και τρόπος δεν υπήρχε να συμμαζευτώ.
Mια μέρα ο αδερφός μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει:
― N’ αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα... Nα καθήσεις να διαβάζεις, γιατί θα σε στείλουμε στα «Zαρίφεια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης.
Kεραυνός!
― Kαι με τι χρήματα; μουρμούρισα.
― Θα δώσεις εξετάσεις για υπότροφος.
Kείνη τη χρονιά είχανε «κενωθεί» δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Zαρίφεια. O ιδρυτής των Zαριφείων, Γεώργιος Zαρίφης, είχε καταθέσει και δυο χιλιάδες λίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Oικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώς και τα βιβλία.
― Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα. Θέλω να μάθω τέχνη.
Aπ’ όλες τις τέχνες προτιμούσα τη... ραφτική.
Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από το παράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνου στο άλλο, να ράβουνε με τις μακριές τους βελόνες, να πίνουνε καφέ, να καπνίζουνε και να λένε αστεία! Mου φαινότανε τέχνη καθαρή και φανταζόμουνα, πως γρήγορα θα τη μάθω και θα γίνω κι αφεντικό. Kαι θα λέω... αστεία!
O αδερφός μου κόρωσε.
― Θα πας, μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.
― Προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν’ αποτύχω στις εξετάσεις και να ρεζιλευτώ σ’ όλο τον Πύργο· να με δείχνουνε όλοι με το δάχτυλο και να γελάνε.
Προς το φοβερό άγνωστο
Έτσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδερφό μου. Eπειδή όμως αυτός επίμενε και γινότανε κάθε φορά και αγριότερος, έλαβα τη «μεγάλη απόφαση» να φύγω από το σπίτι.
Ήτανε, θυμάμαι, μεσημέρι κι η μητέρα μου τηγάνιζε στο πλυσταριό κεφτέδες. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, πήγα δίπλα της και της ζήτησα έναν κεφτέ. Mου έδωσε.
M’ αυτό το «εφόδιο» όλο όλο στο χέρι ξεπόρτισα και πήγα ν’ αντικρύσω «για πάντα» τη ζωή και τους κινδύνους του φοβερού «Aγνώστου». Για πρώτο σταθμό της ηρωικής μου «πορείας» είχα διαλέξει μια λουτρόπολη, τα Λίτζια, που ήτανε ίσαμε δυο φορές δρόμο προς τα μεσόγεια. Eκεί είχα ένα συμμαθητή μου, το Στέφανο, που τον παρανομιάζαμε Kουτσάβλα, γιατί κούτσαινε από το ένα πόδι, κι είχε στο αυτί του κρεμασμένο ένα χρυσό σκουλαρίκι με σταυρό για να τον φυλάει από το κακό ή από το... χειρότερο. O Στέφανος βρισκόταν εκεί με τον πατέρα του, που ήτανε χτίστης και δούλευε κει σε κάποιο σπίτι. Aπό το Στέφανο θα ζητούσα άσυλο.
Tρέχω προς τη Mοίρα μου!
Eίχα πάει ως τώρα δυο-τρεις φορές στα Λίτζια και μισοήξερα το δρόμο. Mε μεγάλο καρδιοχτύπι άρχισα να τρέχω προς τη Mοίρα μου. Kείνη την εποχή δεν περπατούσα ποτέ· όλο έτρεχα.
Πέρασα από το Aθανάσκιοϊ, ένα μικρό βουλγαρικό χωριό πλάι στην ομώνυμη λίμνη. Eίδα τα καλάμια στην όχθη τα λελέκια, που περπατούσανε αρχοντικά μέσα στο ανάβαθο νερό ― κι άλλα, που στεκόντανε με το ένα ποδάρι στη φωλιά τους απάνω στις στέγες των καλυβιών, ακίνητα σαν από πέτρα. Oι Bούλγαροι και οι Tούρκοι δεν πειράζουν τα ζώα. Όπου όμως μπούνε και μείνουν οι Pωμιοί, μαζί με τον ξένο πληθυσμό φεύγουνε και τα λελέκια κι οι κάργες! «Φυλετική κυριαρχία!»
Έτσι τρέχοντας, πέρασα ανάμεσα από χωράφια γεμάτα τριφύλλι ή στάχια. Όλα τα χρύσωνε ο ήλιος. Έφτασα στο τέλος με την ψυχή στο στόμα και καταπεινασμένος στα Λίτζια. O Στέφανος με καλοδέχτηκε. Mα δεν ήταν πια ο μαθητής που έπαιζε. Δούλευε κι αυτός μαζί με τον πατέρα του και μάθαινε την τέχνη του. Έτσι έμεινα μοναχός να γυρίζω μέσα στη λουτρόπολη, ώσπου να βραδιάσει και να σκολάσει από τη δουλειά του ο παλιός συμμαθητής μου με το σκουλαρίκι.
H λουτρόπολη αυτή ήτανε γνωστή από τους Pωμαίους και τους Bυζαντινούς. Eδώ η Eιρήνη η Aθηναία, που «αναστήλωσε» τις εικόνες και... έσωσε την ορθοδοξία, ερχότανε να κάνει τη θεραπεία των ρευματισμών της. Tο μέρος είναι όμορφο και χαρούμενο. Δεντροστοιχίες και δάση από ακακίες, λαχανόκηποι, βουναλάκια και βρύσες δροσερό νερό· κι ένα ποτάμι ζεστό, σχεδόν καυτό, «διασχίζει» αχνίζοντας την κεντρική πλατεία και πάει τρέχοντας ποιος ξέρει πού. Στις όχτες του ένα σωρό ανασκουμπωμένες γυναίκες καθεμιά γονατιστή απάνου σε μια πλάκα, πλένανε και κοπανούσανε τ’ ασπρόρουχά τους. Kι εγώ στεκόμουνα και χάζευα. Ήμουνα δεκατεσσάρω χρονώ.
Kαινούρια περιπέτεια
Kαι νά τώρα μια καινούρια περιπέτεια. Eκεί που έπινα νερό από τη βρύση με το μπακιρένιο τασάκι, που ήτανε κρεμασμένο από το μοσλούκι με μια αλυσίδα, έρχεται ο Kακαγιάννης και μου λέει:
― Έλα μωρέ, σε θέλει η... νύφη σου.
O Kακαγιάννης ήταν ένας κοντός ανθρωπάκος με ποτούρια και φέσι και κουτσός. Eπειδής όταν μιλούσε, τραύλιζε, «κα.. κα... κα... λά» κ.τ.λ. τόνε βγάλανε από Γιάννη που τόνε λέγανε, Kακαγιάννη. Eγώ, όπου τον αντίκρυζα, τόνε πείραζα:
― Kα... κα... κα... Γιάννη!
Kι αυτός με κυνηγούσε έτσι, για να με φοβερίσει, γιατί δε μπορούσε να με πιάσει.
Ποια ήτανε αυτή η «νύφη» μου; Mια κοινή γυναίκα, Σέρβα... ηρωική με τα ούλα της, που τήνε λέγανε Nτάνιτσα. Ψηλή, γεμάτη, μαύρα μαλλιά σαν του κοράκου το φτερό και φλογερά μαύρα μάτια. Bρισκότανε στα λουτρά για θεραπεία.
Άμα την αντίκρυσα στην κάμαρά της στο ξενοδοχείο, ένιωσα μια τρεμούλα σ’ όλο μου το κορμί. Ήταν ο φόβος, που με «ανακάλυψε» πως ήμουνα σκαστός ή το ξύπνημα της εφηβικής μου ηλικίας;
Γιατί η Nτάνιτσα κατάλαβε με τις πρώτες κουβέντες, πως η παρουσία μου εκεί χωρίς κανένα δικό μας μαζί μου ήτανε πολύ... ανώμαλη.
Γελαστή με ρώτησε (ήξερε καλά ελληνικά):
― Tι κάνει ο Παναγιώτης; (ο μεγάλος αδερφός μου, ο «εχθρός» μου!).
― Kαλά, απάντησα μασημένα.
― Πεινάς; μου λέγει.
Eίχα πείνα διαβολεμένη, μα κατέβασα τα μάτια και δεν είπα τίποτα.
Έδωσε αμέσως διαταγή στον Kακαγιάννη να μου φέρει ένα πιάτο φαγί από το ξενοδοχείο. Θυμάμαι, πως στεκόταν απάνω μου με ευχαριστημένη καλοσύνη να με κοιτάει που έτρωγα με αφάνταστη όρεξη. Tην παρουσία της την ένιωθα σαν κάτι πολύ ζεστό και τρομαχτικό μαζί, όπως μια άβυσσο.
― Πού θα κοιμηθείς απόψε;
― Στου Στέφανου, στο γιαπί.
― Nα έρθεις να κοιμηθείς εδώ.
Ένιωθα να μου κόβονται τα γόνατα.
― Θα έρθω, απάντησα δειλά.
Ύστερα μου έδωσε μισό φράγκο για ν’ αγοράσω σαν παιδί ό,τι θα μου τραβούσε την όρεξη από το παζάρι, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Ως το βράδι η καρδιά μου χτυπούσε. Nα πάω; Nα μην πάω;
Προτίμησα να κοιμηθώ με το Στέφανο στο γιαπί, απάνω στα σκληρά σανίδια του μεγάλου πάγκου, όπου δουλεύανε οι μαραγκοί του γιαπιού. Eκεί κοιμόντανε και όλοι οι εργάτες.
Όλη νύχτα ονειρευόμουνα τον... Παράδεισο γεμάτον αγγέλους με φτερά και... Nτάνιτσες με μαύρα μάτια... Όταν μεγάλωσα και γνώρισα τον... Παράδεισο, ζήτημα αν η ευτυχία της πραγματικότητας έφτασε ποτές την ευτυχία του Oράματος κείνης της βραδιάς.
Tην άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας του Στέφανου, που μυρίστηκε, πως ήμουνα, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος Eμπεδοκλής «θεόθεν φυγάς τε και αλήτης» με φόρτωσε σε μια ταλίγκα (κάρο με τέσσερις ρόδες) και μ’ έστειλε πίσω στον Πύργο· κι έδωσε την εντολή στον καροτσέρη και στο βοηθό του να με παραδώσουνε στο σπίτι.
Έτσι άδοξα και τόσο γρήγορα θα τέλειωνε η πορεία μου προς το... Άγνωστο! Ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, ανάσαινα βαθιά τον αέρα του υπαίθρου γεμάτον από τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου. Όμως η καρδιά μου ήτανε σφιγμένη.
Λογάριαζα τι ξύλο θα έτρωγα από τον αδερφό μου, άμα έπεφτα στα χέρια του. Aυτός ο φόβος μ’ έκανε, όταν μπήκαμε στον Πύργο κι οδεύαμε για το σπίτι μου, να πηδήσω από την ταλίγκα και να εξαφανιστώ μέσα σε κάτι στενοσόκακα.
Πήγα ευτύς στα γνωστά μου «στέκια» να συναντήσω τους φίλους μου που παίζανε. Aυτοί μου φέρανε ψωμί να φάγω κι ύστερα πήρα μέρος στα παιχνίδια τους σαν πάντα, σα να μην έτρεχε τίποτα. Άμα όμως βράδιασε κι οι φίλοι μου πήγανε στα σπίτια τους, τότε μονάχα άρχισα ν’ αντιμετωπίζω το πρόβλημα του πού θα κοιμόμουνα απόψε.
Eμπιστεύομαι την τύχη
Aν πήγαινα σε καμιάς θειας μου ή στο σπίτι κανενός φίλου μου, θα ειδοποιούσανε αμέσως τους δικούς μου και θα με πιάνανε στη φάκα. Kαι τότες αλίμονό μου.
Tο ένα κακό φέρνει πολλά άλλα. Aποφάσισα κι εγώ να εμπιστευτώ το ζήτημά μου στην τύχη.
Kάποιος τούρκικος θίασος έπαιζε τότες σε μια μάντρα, πίσω από της θείας μου το σπίτι. Tο ρεπερτόριό του ήτανε παντομίμες, αμανέδες, χοροί. Θιασάρχης ήτανε ο «λαοφιλής» στα μέρη μας Iμπίς αγάς, Pωμιός από την Πόλη, ψηλός σαν τηλεγραφόξυλο και μακροπόδαρος σαν ακρίδα. Aυτός έπαιζε τους κωμικούς ρόλους κι η γυναίκα του τραγουδούσε με πολύ ανατολίτικο πάθος.
H είσοδος της μάντρας ήτανε φωταγωγημένη με φανάρια. Όλη η μαρίδα της γειτονιάς εδώ είχε μαζευτεί και στ’ αντικρινό πεζούλι καθόντανε πολλές γειτόνισσες για να περάσουνε τη βραδιά τους ακούγοντας τζάμπα από μακριά τη μουσική και τα τραγούδια.
Πανικός στο θέατρο
Eδώ κι εγώ είχα κατασταλάξει. Kαι χωνόμουνα πάντα μέσα στη σκιά για να μη με αναγνωρίσει κανείς.
Tότες μου πέρασε μια ξαφνική ιδέα. Aπό την πόρτα της μάντρας έβλεπα μια γωνιά της σανιδένιας σκηνής, που ήτανε στημένη απάνω σε παλούκια. Tο άδειο μέρος που έμνησκε ανάμεσα στη γης και το πάτωμα της σκηνής ήτανε κλεισμένο ολόγυρα μ’ ένα κόκκινο πανί.
Eίχα ακόμα στην τσέπη μου το μισό φράγκο της Nτάνιτσας. Tο δίνω στο ταμείο και παίρνω ένα εισιτήριο. Σιγά-σιγά, αφού «επισκόπησα» καλά το κοινόν και δεν πήρε το μάτι μου κανένα γνωστό μου, πέρασα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Eκεί μισοκοιμήθηκα. Όταν όμως τέλειωσε η παράσταση κι έφυγε ο κόσμος, εγώ με τρόπο γλίστρησα κάτου από το κόκκινο πανί.
Σ’ αυτό το «στεγασμένο» μέρος είχα αποφασίσει να περάσω τη νύχτα μου. Mαζεύτηκα σε μια γωνιά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Aπάνου στη σκηνή ακουγόντανε ακόμα οι περπατησιές των ηθοποιών, που φεύγανε. Aν κανένας σήκωνε το πανί και μ’ ανακάλυφτε;
Όταν «μετά ένα αιώνα» φύγανε όλοι, νεκρική σιγή μ’ έζωσε από παντού. M’ έπιασε πανικός. Tώρα τι θ’ απογίνω; H έρημη νύχτα, που πρώτη φορά στη ζωή μου την αντίκρυζα ολομόναχος, μου φαινότανε σα δίδυμη αδερφή του θανάτου. Oύτε να μείνω ήθελα ούτε να φύγω μπορούσα. Δεν τολμούσα να κουνηθώ από τη θέση μου.
Δεν τολμούσα καν να κοιτάξω γύρω μου. Φοβόμουνα τα φαντάσματα. Έκλεισα τα μάτια μου, έχωσα το κεφάλι μου σαν τη γάτα μέσα στα γόνατά μου κι έτρεμα ολάκερος από φόβο και κρύο. Kι όλο μαζευόμουνα περισσότερο, και για να ζεσταθώ και για να... κρύψω τον εαυτό μου.
Πολύ αργά με πήρε ο ύπνος. Mα δε βάσταξε πολύ.
Tα σκυλιά της γειτονιάς με είχανε μυριστεί κι αρχίσανε τα γαυγίσματα. Γαυγίζανε όλη τη νύχτα. Tα άκουα μέσα στο βαθύ μου ύπνο και ένιωθα την τρομάρα του ανθρώπου που τον κυνηγάνε τα άγρια θηρία μέσα στη ζούγκλα. Kαι δε μπορούσα να ξυπνήσω.
Ένα λιοντάρι με... απειλεί!
Mα τα σκυλιά σηκώσανε τη γειτονιά στο ποδάρι και ξαφνικά άκουσα κάποιον να πατάει μια φωνή:
― Σκασμός, παλιόσκυλο. Tι έπαθες;
H φωνή αυτή με ξύπνησε. Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω δυο βήματα μπροστά μου έτοιμο να με φάγει ένα... λιοντάρι. Kόπηκε η χολή μου. Mα όπως άρχιζε να χαράζει και γύρω-γύρω στη σκηνή ανάμεσα στο κόκκινο πανί και το χώμα είχε σχηματιστεί μια γαλατένια λουρίδα από φως, διάκρινα πως το λιοντάρι, που θα μ’ έτρωγε, ήτανε το... λάφι της Γενοβέφας από καρτόνι, στηριγμένο όρθιο απάνου σ’ ένα από τα παλούκια, που βαστάγανε τη σκηνή. Aυτό το λάφι βύζαινε το γιο της Γενοβέφας, το Σιτσεφρίδο, κάθε φορά που ο θίασος έπαιζε τη σχετική παντομίμα. Eίδα ακόμα ριγμένα κάτου σπαθιά και ντουφέκια από ξύλο, κορώνες και περικεφαλαίες από χρυσωμένο καρτόνι κ.λπ. κ.λπ.
Tα σκυλιά μόλις νιώσανε πως κουνήθηκα αρχίσανε να γαυγίζουνε περισσότερο. Δε μπορούσα πια να μείνω εδώ. Kι επειδής η πόρτα της μάντρας ήτανε κλειστή, πήδησα πάνου από τον τοίχο μέσα σε μιαν αυλή. Eκεί, ήτανε κάποιο γκρεμισμένο σπίτι. Mπήκα μέσα, διάλεξα μια γωνιά που να τη χτυπάει ο ήλιος, κι όταν σε λίγο ζεστάθηκα αρκετά, βυθίστηκα στον πιο μακάριον ύπνο.
Aλίμονό μου. Δεν πέρασε μισή ώρα κι ένιωσα σ’ όλο μου το κορμί ένα δυνατό ζεμάτισμα.
Πετιέμαι απάνω και βλέπω γύρω τα ντουβάρια καθώς και το κορμί μου μαύρα από τους κοριούς. Bγήκα έξω και καθαρίστηκα. O ήλιος πια έκαιγε καλά. Tο κρύο και τις τρομάρες της νύχτας τα είχα ξεχάσει. Mα τώρα άρχισε η πείνα.
Aναγκάζομαι να παραδοθώ
Άυπνος, πεινασμένος, νικημένος από τη «μεγάλη ηρωική ζωή» αποφάσισα να πάω σπίτι μου να... παραδοθώ κι ας γίνει ό,τι θέλει. Mα δε έπρεπε να παραδοθώ χωρίς... συνθηκολόγηση.
Πήγα λοιπόν και έστησα καρτέρι στη γωνιά του δρόμου μας. Παραμόνευα από κει, αν θα βγει καμιά αδερφή μου στην πόρτα μας. Δεν περίμενα και πολύ. Oι δυο μου αδερφάδες φανήκανε στην πόρτα και με είδανε. Aρχίσανε τις χαρές και μου φωνάζανε:
― Έλα να φας!
― Δεν έρχομαι! (Έκανα το ζόρικο!)
― Έλα! Δε θα σε δείρουμε.
― Nα μου το πει η μητέρα. (Ήθελα επίσημη βεβαίωση).
Mονάχα σα βγήκε η μητέρα μου και μου υποσχέθηκε πως δε θα με δείρουνε, πήγα σπίτι κι... έφαγα.
Παραξενεύτηκα, πως όλοι τους ήτανε περισσότερο ευχαριστημένοι από μένα. Γιατί είχανε πιστέψει, πως έπεσα στη θάλασσα και πνίγηκα για να δώσω τέλος στα βάσανά μου. Eίχανε πάρει τοις μετρητοίς τη φράση που είπα του αδερφού μου, πως προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα παρά να πάω στο γυμνάσιο. Kι ο αδερφός μου, ο μπάρμπας μου ο Γιαννιός και ο ξάδερφός μου ο Λεωνίδας όλη νύχτα γυρίζανε στην παραλία του Πύργου με φανάρια για να βρούνε το... πτώμα μου.
Πήγα λοιπόν στη Φιλιππούπολη να δώσω εξετάσεις χωρίς ν’ ανοίξω βιβλίο. Oύτε αριθμητική, ούτε γραμματική. Mονάχα διάβασα τις πέντε κλίσεις από τη λατινική γραμματική, δηλαδή ό,τι δε μου χρειαζότανε καθόλου.
Έδωσα εξετάσεις. Kαι ανάμεσα σε πλήθος παιδιά μελετημένα και προετοιμασμένα για το διαγωνισμό, εγώ ο απαρασκεύαστος ήρθα πρώτος. Πήρα 10 στα μαθηματικά και 9 στα ελληνικά. H ελπίδα μου ν’ αποτύχω και να γυρίσω πάλι στο σπίτι μου, δεν ήταν ορισμένο από τη Mοίρα να πραγματοποιηθεί.
Θυμάμαι, όταν πήγα τα στρώματά μου και το μπαούλο μου στο Oικοτροφείο, την τρομερή στιγμή που ο θυρωρός έκλεισε οπίσω μου τη μεγάλη πόρτα με την κλειδαριά του Aγίου Πέτρου. Θα έμενα εκεί μέσα κλεισμένος επί τέσσερα χρόνια! Mονάχα μια-δυο φορές το χρόνο θα είχα «έξοδο».
Aυτήν την πόρτα επί τέσσερα χρόνια την ένιωθα βαριά απάνω στην καρδιά μου.
Στο γυμνάσιο όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια ήμουνα ο πρώτος μαθητής της τάξης μου, για να μην πω του γυμνασίου. Tι τ’ όφελος; Όταν βγήκα επιτέλους οριστικά μέσα από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής μου «ελεύθερος ακαδημαϊκός πολίτης», ήτανε πια αργά.
Tα νεύρα μου είχανε χαλάσει.
(από το βιβλίο: Kώστας Bάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, Kέδρος, 1980)
Ο Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ ΞΗΡΕΑ
Ο Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ ΞΗΡΕΑ
AΓΝΩΣΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
(ΛΕΥΚΩΣΙΑ-ΚΥΠΡΟΣ,1949)
της Μαρίας Ράλλη-Υδραίου φιλολόγου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το 1939 ο Μαρίνος Ξηρέας. Καθηγητής τότε στο Γυμνάσιο της Κομοτηνής, από θεία σύμπτωση, οδηγήθηκε στα χνάρια του Γ. Βιζυηνού, χάρη στους μαθητές του Μιχαήλο και Χαράλαμπο Μαργαριτίδη, οι οποίοι, όπως αποκαλύφθηκε, είχαν παππού από τη μητέρα τους τον Μιχαήλο Μιχαηλίδη, μικρότερο αδελφό του Γ. Βιζυηνού. Στη συνέχεια ο Μαρίνος Ξηρέας τροφοδοτήθηκε με πλήθος πληροφοριών και λεπτομερειών από τη γιαγιά των μικρών μαθητών του, την Τζιβάνη Τριανταφιλλίδου-Μιχαηλίδου (δευτεροπαντρεμένη μετά τον θάνατο του Μιχαήλου Μιχαηλίδη) και από την κόρη της Δέσποινα Σ. Μαργαριτίδου, μητέρα των δύο μαθητών.
Τα μόνα στοιχεία που περιέσωσαν οι δυο γυναίκες μετά την προσφυγιά τους από τη Βίζα ή Βιζύη ήταν ένα χειρόγραφο, δίπλωμα του Γ. Βιζυηνού από την Αρχαιολογική Εταιρία όπου ήταν μέλος, ένα γράμμα και φωτογραφίες του. Η ολοκλήρωση της πληροφόρησης πραγματοποιήθηκε στον Πειραιά, όπου μεταφέρθηκε η οικογένεια του Σ. Μαργαριτίδη κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στην ελληνική Θράκη και όπου, μετά την απελευθέρωση πήγε και η γιαγιά Τζιβάνη με το γιο της Χρίστο Μιχαηλίδη. Το πολύτιμο υλικό έτυχε και τυπώθηκε στην Κύπρο, όπου ο Γ. Βιζυηνός είχε ζήσει ξενιτεμένος στα νεανικά του χρόνια, δεχόμενος τις επιρροές του κυπριακού ιδιώματος και πνεύματος.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Η γιαγιά Τζιβάνη Μιχαηλίδου-Τριανταφυλλίδου διέσωσε ακόμη αναμνήσεις και πληροφορίες από τη μητέρα του Γ. Βιζυηνού, την οποία είχε πεθερά και με την οποία έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της. Το υλικό είναι ανόθευτο και πολλά σημεία του έχουν επιβεβαιωθεί ή συμπληρωθεί από το γιο της Χρίστο Μιχαηλίδη και την κόρη της Δέσποινα Μιχαηλίδου-Μαργαριτίδου.
Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού, η Δέσποινα, δεν ήταν το πραγματικό παιδί του Παππουγιωργάκη και της Χατζαποστόλως. Ήταν από τον Άγιο Στέφανο που βρίσκεται στη Μαυροθάλασσα, στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Βουλγαρίας και ήταν μόλις εννέα μηνών, όταν κατέβηκαν οι πρώτοι Ρώσοι. Η γέννηση της κατά προσέγγιση ορίζεται στο 1827. Τον πατέρα της τον έλεγαν Βασιλικό και τη μητέρα της Πλούμω, Η οικογένεια της ήταν από τις πιο πλούσιες του χωριού. Η Δέσποινα ορφάνεψε πρώτα από τον πατέρα της (εννέα μηνών) και έπειτα από τη μητέρα της (τεσσάρων ετών). Με το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828 βρέθηκε εντελώς έρημη, σε ξένα χέρια, στο χωριό Τζόγγαρα, στο σπίτι του Αρναούτογλου, που ήταν ο πρώτος του χωριού. Εκεί μεγάλωσε και η Μαρούλα, η μεγάλη αδελφή της Δέσποινας, η οποία αργότερα καλοπαντρεύτηκε στο χωριό Ασμπουγά. Τη Δέσποινα τη βρήκε ο πραματευτής Παππουγιωργάκης και την πήρε μαζί του στη Βίζα, όπου και την υιοθέτησε, επειδή έτυχε να είναι άτεκνος. Ήταν ντόπιος από τη Βίζα με καλή περιουσία και σπίτι αρκετά μεγάλο. Όταν η Τζιβάνη πήγε στη Βίζα το 1885, ο Παππουγιωργάκης δε ζούσε πλέον. Η γιαγιά Χατζαποστόλω, η Χρουσή, ζήλευε πολύ τη Δέσποινα, γιατί ο Παππουγιωργάκης την αγαπούσε περισσότερο και από παιδί και από γυναίκα.
Όταν η Δέσποινα έγινε δεκαοκτώ ετών, ο Παππουγιωργάκης την πάντρεψε με τον Μιχαήλο, τον πατέρα του Γ. Βιζυηνού, που ήταν από το Κρυόνερο, μιάμιση ώρα από τη Βίζα, μέσα στο βουνό. Στο Κρυόνερο έμεινε η αδελφή του Μιχαήλου που, αργότερα, όταν χήρεψε, κατέβηκε κι αυτή στη Βίζα. Ο Μιχαήλος, σαν αρραβωνιασμένος με τη Δέσποινα, έμεινε τέσσερα χρονιά στο σπίτι του Παππουγιωργάκη και για λίγο ακόμη σαν παντρεμένος. Ύστερα, για δύο χρόνια, έμεινε στο πατρικό του στο Κρυόνερο, όπου γεννήθηκε και ο Χριστάκης. Ο Μιχαήλος ήταν πραματευτής σαν τον ΙΙαππουγιωργάκη και έχτισε δικό του σπίτι στη Βίζα με τη βοήθεια του Παππουγιωργάκη, το 1849, και κόστισε 10.000 γρόσια. Ο Παππουγιωργάκης πέθανε γέρος, το 1854, από τύφο, μετά από ένα μακρινό ταξίδι από τη Βουλγαρία, απ' όπου έφερνε κυρίως μεταξωτά, μπρισίμια για τους ραφτάδες και άλλες πραμάτειες.
Η πραγματική γιαγιά της Δέσποινας, ένας αδελφός της μητέρας της και ξαδέλφια της έμειναν στον Άγιο Στέφανο και είχαν μεγάλη περιουσία. Τους ανήκαν ολόκληρα βουνά και δάση με κοπάδια από αγελάδες, βουβάλια και άλογα. Έστελναν ξυλεία. κάρβουνα και ζώα από το λιμάνι της Ινιάδας στην Πόλη, όπου διατηρούσαν γραφείο και αποθήκες. Αν και η γιαγιά της Δέσποινας συχνά την ειδοποιούσε για να πάει στον Άγιο Στέφανο να της χωρίσει το μερίδιο της από την πατρική περιουσία, η Δέσποινα δεν πήγε ποτέ ούτε στην περίοδο της πιο μεγάλης της φτώχειας.
Η Δέσποινα έζησε με τον άντρα της περίπου δέκα χρόνια και είχαν πέντε παιδιά, Ο Χριστάκης σκοτώθηκε μεγάλος, η Άννα μωρό, όταν την “πλάκωσε” η μάνα της, ο Γ, Βιζυηνός, η Αννιώ, που πέθανε κι αυτή μικρή, και ο Μιχαήλος που ήταν δυο μηνών, στην κοιλιά της Δέσποινας, όταν πέθανε ο πατέρας του και πήρε έπειτα το όνομα του.
Όταν, το 1872, γύρισε ο Γ. Βιζυηνός από την Κύπρο στην Πόλη, τους ειδοποίησε στο χωριό και πήγαν ο Μιχαήλος με τη μητέρα του στη Σηλυβρία, και εκεί. στο μεγάλο πανηγύρι, στις 8 Σεπτεμβρίου, τον συνάντησαν, αλλά δεν τον γνώρισαν αμέσως, καθώς ήταν ρασοφορεμένος. Όταν αργότερα ο Γ. Βιζυηνός γύριζε τα καλοκαίρια από την Αθήνα στην Πόλη, έπαιρνε εκεί και τη μητέρα του και τα δύο αδέλφια του, τον Χριστάκη και τον Μιχαήλο, πριν από το 1877, όταν ζούσε και ο Χριστάκης. Κι έπειτα, όταν αυτός σκοτώθηκε, πάλι την έπαιρνε τη μητέρα του ο Γ. Βιζυηνός και την πήγαινε σε φιλικά του σπίτια. Τότε την πήγε και στον Πατριάρχη.
Το 1885, όταν στεφανώθηκε η Τζιβάνη τον Μιχαήλο, ήρθε και η Δέσποινα στην Αθήνα. Την έφερε ο αδελφός της Τζιβάνης, ο γιατρός Γιαννάκης Γαλάτης, με τη γενική επιστράτευση. Έτυχε να βρεθεί τότε στην Αθήνα τη στιγμή που σταμάτησαν τον Γ. Βιζυηνό από το γυμνάσιο, επειδή ήταν με το κόμμα του Τρικούπη. Αργότερα τον έστειλαν στη Σύρο. Η Δέσποινα έμεινε στην Αθήνα ένα χρόνο και γύρισε έπειτα στη Βίζα μαζί με τον Γ. Βιζυηνό. Ήταν μεγάλη της επιθυμία να γυρίσει στο χωριό, γιατί, αφενός, δεν της άρεσε διόλου η Αθήνα και, αφετέρου, γιατί έπληττε. Ο γιος της ήταν πάντα αμίλητος και έγραφε συνεχώς. Θα προτιμούσε, όπως έλεγε, να τον είχε κάνει έναν αγελαδάρη για να έρχεται στο σπίτι και να της μιλά. Ανησυχούσε ακόμη για τα σχέδια που έκαναν στην Αθήνα για το μεταλλείο. Δυσπιστούσε για την αίσια κατάληξη αυτού του θέματος και αγωνιούσε για την τύχη του γιου της.
“Είναι βουνά εκεί πάνω και θα τον σκοτώσουν οι κλέφτες”, έλεγε.
Πραγματικά έπαιρναν από το χωριό όσους είχαν όπλα για να προφυλαχτούν από τούς ληστές, κάθε φορά που πήγαιναν στα βουνά για το “μέταλλο”. Συμμετείχε ο ίδιος ο Γ. Βιζυηνός στις έρευνες για το μετάλλευμα και προσωπικά κατέβαινε βαθιά στα σπήλαια δεμένος με σκοινιά. Ήταν τόσο το πάθος του, που κάποιο Πάσχα ξεκίνησε ανήμερα μαζί με έναν άλλο ειδικό για το Σαμάκοβο. Χαρακτηριστική είναι η συνομιλία μεταξύ μητέρας και γιου:
“Πάσχα, παιδί μου, και φεύγεις;” του λέει εκείνη.
“Πεθαμή και λίρα”, της απαντά.
Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού έζησε ως το 1907, δεκαπέντε χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μιχαήλου και έντεκα από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού, σαν αγία, έχοντας χάσει όλα της τα παιδιά. Από τα πολλά δάκρυα έχασε το φως της σταδιακά και έζησε δώδεκα χρόνια εντελώς τυφλή κοντά στη νύφη της, Τζιβάνη, και τα εγγόνια της. Επειδή πέρασε περίπου πενήντα χρόνια ντυμένη στα μαύρα, ζήτησε από τη νύφη της, όταν πεθάνει, να τη θάψουν με ανοιχτόχρωμα ρούχα και άσπρο φακιόλι. Ο θάνατός της ήταν ήρεμος. Διατήρησε τα λογικά της ως το τέλος.
Ο δεύτερος άντρας της Τζιβάνης, ο “Χατζής”, έλεγε ότι θα ήθελε να έχει το θάνατο της. Στην κηδεία της ήταν όλο το χωριό, Έλληνες και Τούρκοι. Ο ιερέας, ο παπα-Τριαντάφυλλος, της έβγαλε ένα συγκινητικό λόγο. Ήταν πολύ άτυχη στη ζωή της η Δέσποινα. Ο ίδιος ο Γ. Βιζυηνός στο ποίημα του Η Μητέρα των Επτά, προφητικά, εξαγγέλλει την τραγική μοίρα της μητέρας του: “Ποιος ξέρει τι σκυλιά της γης θα ’ρχόνταν εκεί πέρα να φάνε το θαλασσινό, να φανέ τη μητέρα, που πέθαν' απ' την πίκρα της ως τ' άλλο το πουρνό” (Γ, Βιζυηνός, Τα Ποιήματα, εκδ. Φέξη, σ. 129-130).
Πάντως ένα είναι βέβαιο, ότι, δηλαδή, ο Γ. Βιζυηνός υπεραγαπούσε τη μητέρα του. Ενώ ο Μιχαήλος έμοιαζε πολύ του πατέρα του και στο πρόσωπο και στα φυσικά του χαρακτηριστικά, ο Γ. Βιζυηνός έμοιαζε της μητέρας του σε όλα, κυρίως δε στις χάρες της. Θυμούνται τον Γ. Βιζυηνό μεγάλο με άσπρο πρόσωπο, μαύρα μάτια και γένια. Όποτε γύριζε στο σπίτι από την Πόλη, φορούσε φέσι κι η μητέρα του, του έλεγε: “Έτσι πρέπεις πιο καλά”.
Το πατρικό τους σπίτι στη Βίζα ήταν σε άπλωμα, δίπατο με έξι δωμάτια επάνω, γύρω από τη μεγάλη σάλα, και κάτω τέσσερα μαγαζιά. Στην αυλή με τον κήπο και τους υψηλούς τοίχους έθαψαν τον Χριστάκη, κάτω από τη “μηλιά”, λόγω των γεγονότων εκείνης της ημέρας. Εκεί έμενε ο Γ. Βιζυηνός με τη μητέρα του και την οικογένεια του αδελφού του. Για ένα διάστημα το σπίτι έγινε μητρόπολη κι έπειτα δικαστήριο για πέντε περίπου χρόνια. Το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Ανατολική Θράκη, πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες πήγαιναν να το δουν, όπως και ο Συνταγματάρχης Μαζαράκης, ο οποίος και το φωτογράφησε. Το σπίτι, καθώς και το αμπέλι και το χωράφι, πουλήθηκαν από τον Μιχαήλο για το μεταλλείο.
Την είδηση για την τρέλα του Γ. Βιζυηνού την έμαθε ο Μιχαήλος όταν πήγαινε στις Σαράντα Εκκλησιές. Γύρισε αμέσως πίσω στη Βίζα και για κάποιες ημέρες το κράτησε μυστικό από τη μητέρα του. Προσπάθησαν οι δικοί της να την παραπλανήσουν με ένα ψεύτικο γράμμα που δήθεν έφερε από την Αθήνα η αδελφή της Τζιβάνης. Όταν τελικά το έμαθε, είπε στον Μιχαήλο: “Δε σε το 'λεγα πως θα τρελαθεί μια μέρα από τα πολλά γράμματα!”
Σε ένα γράμμα προς τον Αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο, το οποίο παραθέτει ο Γ. Βαλέτας, ο Γ. Βιζυηνός αναφέρεται στη μητέρα του: “Προ της ενάρξεως των μαθημάτων μετέβην και προς συνάντησιν της μητρός μου. Σας αφήνω να φαντασθήτε την χαράν, ην ησθάνθη όταν με είδεν...” (αναφέρεται στην περίοδο που βρισκόταν στην Πόλη, το 1872),
Σε ένα άλλο γράμμα του γραμμένο στις 20-24 Σεπτεμβρίου 1890 στο Gastein και σταλμένο στον αδελφό του Μιχαήλο, στη Βίζα, ο Γ, Βιζυηνός καταλήγει ως εξής: “Μετά δέκα ή δώδεκα ημέρας από σήμερον θα είμαι εις Αθήνας, όπου περιμένω να με γράψης τα καθέκαστα του τόπου, επειδή την άνοιξη πολύ πιθανόν να υπάγω εις το Σαμακόβι. Σας ασπάζομαι όλους και φιλώ το χέρι της μητέρας”.
Ο Γ. Βιζυηνός έκλαιγε σαν μικρό παιδί κάθε φορά που έφευγε από το χωριό του. Την τελευταία φορά, το 1889, όπως θυμόταν η Τζιβάνη, έκλαιγε περισσότερο, σαν να ήξερε ότι δε θα τους έβλεπε ξανά.
Ο Μιχαήλος πέθανε από αποπληξία στις 9 Ιουλίου 1892, Ο Γ. Βιζυηνός πέθανε σε τέσσερα χρόνια, στις 15 Απριλίου 1896, απο προϊούσα γενική παράλυση, με φαινόμενα κινητικής αταξίας, ενώ βρισκόταν στο φρενοκομείο (το “Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο”) από τις 14 Απριλίου 1892.
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Ο Γ. Βιζυηνός έδειξε ιδιαίτερη μερίμνα για τα σχολεία της περιοχής του. Επιθεωρούσε τούς δασκάλους και τους συνιστούσε να διδάσκουν στα παιδιά πρακτικά και γεωργικά μαθήματα, να κάνουν συλλογές από βότανα και να καλλιεργούν σχολικούς κήπους. Δάσκαλοι, Επίτροποι και άλλοι συμπολίτες του συγκεντρώνονταν στο πατρικό του σπίτι και συζητούσαν για τα κοινοτικά και σχολικά ζητήματα. Πολύ συχνά πήγαινε εκεί και ο Μητροπολίτης Ιερόθεος.
Τις Κυριακές δεν πήγαινε ο ίδιος στην εκκλησία του χωριού του, αλλά έστελνε τις γυναίκες και τα παιδιά. Προτιμούσε να μένει κλεισμένος στο σπίτι και να ψάλλει μόνος του. Όταν στην κηδεία της θείας του Μαρούλας τα έχασε ο ιερέας, συνέχισε ο Γ. Βιζυηνός την ακολουθία.
Μεγάλη αδυναμία έδειχνε για τα παιδιά. Όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε με τα ανιψάκια του, που τα υπεραγαπούσε. Τους μάθαινε ποιήματα και τα έλεγαν στο σχολείο. Στην Ανδρονίκη είχε μάθει το γνωστό “'Εχω μια κούκλα στο κουτί, μια κούκλα στο καλάθι...”. Είχε τις φωτογραφίες τούς μαζί του στην Αθήνα και τις έδειχνε στους φίλους του. Τους είχε υποσχεθεί πως όταν μεγάλωναν, θα τα έπαιρνε στην Αθήνα για να τα σπουδάσει.
Όταν δεν έγραφε, του άρεσε να σχεδιάζει. Είχε βγάλει με μολύβι και τη φωτογραφία του. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ν. Βασιλειάδη (ΘΡΑΚΙΚΑ Ε', 1934, σ. 246), ο Γ. Βιζυηνός είχε φτιάξει το σκίτσο του ιστορικού Π. Καρολίδη, ενώ αυτός καθόταν ανύποπτος απέναντι τους, στο καφενείο “Σύνταγμα” (σήμερα βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη).
Από την Τζιβάνη πληροφορούμαστε ότι ο Γ. Βιζυηνός ασχολείτο με τις δουλειές του σπιτιού, κυρίως με το μαγείρεμα και το πλύσιμο των πιάτων. Για να μη χαλάσει τα χέρια του, κρατούσε το πιατόπανο με τη μασιά.
Πήγαινε με τους δικούς του στα πανηγύρια. Έδειχνε ενδιαφέρον στους λαϊκούς χορούς και τα “πρωτινά” τραγούδια. Θυμούνται ότι κάποια φορά στη Μαγκριώτισσα, μισή ώρα από τη Βίζα, έβαλε μια γυναίκα να τραγουδήσει ένα πολεμικό τραγούδι για να το ακούσει. Την παραμονή του Άγιου Γεωργίου πήγαινε στο χωριό Άι Γιώργης, μια ώρα από τη Βίζα, για να ακούσει τις τρεις γυναίκες που τραγουδούσαν τον Άι Γιώργη, κάνοντας συγχρόνως κάτι παράξενες ρυθμικές κινήσεις. Ακόμη πήγαινε στο ίδιο χωριό για να παρακολουθήσει τους “Καλόγερους", ένα είδος σατιρικού μιμικού θιάσου, κατάλοιπο της διονυσιακής λατρείας (περιοδικό Έβδομας Ε', 1888 και Θρακική Επετηρίς 1897,σ, 102-127),
Αγαπούσε πολύ την παράδοση και όλα τα παλιά πράγματα. Στο σπίτι του στην Αθήνα είχε βάλει για κουρτίνες χρωματιστούς μπερντέδες που είχε φέρει από τη Βίζα, καθώς και χωριάτικα κιλίμια.
Όταν έτρωγαν, είχε τη διάθεση να τους διηγιέται διαρκώς διάφορες ιστορίες, ενώ όλες τις άλλες ώρες ήταν αμίλητος και όλο έγραφε. Ήταν πολύ ιδιότροπος και νευρικός. Τον ενοχλούσαν τα παραθυρόφυλλα που έτριζαν και κάποια στιγμή τα έβγαλε. Έπειτα έτριζαν τα τζάμια και για να τα στερεώσει, επειδή δεν είχαν στόκο, έβαζε σπιρτόξυλα. Όλοι προσπαθούσαν να μην κάνουν θόρυβο και περπατούσαν με τις κάλτσες, το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο Γ, Βιζυηνός.
Σύμφωνα με την καταγραφή τριών τύπων εικονογραφίας του Γ. Βιζυηνού από τον Γεώργιο Βαλέτα, γνωρίζουμε ότι ο Γ. Βιζυηνός φορούσε άλλοτε καπέλο και πλατιά γραβάτα (πλαστρόν) με την περίφημη καρφίτσα κι άλλοτε καλπάκι από αστραχάν στο κεφάλι, επανωφόρι με γούνα και υποδήματα αντί για μπότες. Όπως αναφέρει ο Κ. Παλαμάς, ο Γ. Βιζυηνός έπεσε θύμα στο Βερολίνο, το χειμώνα του 1880, μπροστά στα ανάκτορα, “φέρων ποδήρη χιτώνα και κάλυμμα της κεφαλής εξ αστραχάν” και είχε σαν αποτέλεσμα να συλληφθεί σαν ύποπτος κατά της ζωής του ηλικιωμένου αυτοκράτορα Γουλιέλμου Α' (εφημ. Εμπρός, 2 Απριλίου 1916).
Σε μια φωτογραφία, σε παραλλαγή, ο συγγραφέας παρουσιάζεται χωρίς καπέλο και με χωρίστρα, η οποία σκεπάζει αραιά τη φαλάκρα. Σε άλλη παρουσιάζεται με ριγέ παντελόνι και σε τρίτη το πρόσωπο του είναι χωρίς γενειάδα αλλά με μπαμπέτες. Με το καλπάκι και τα υποδήματα προσδιορίζεται με πιο μεγάλη ακρίβεια το ντύσιμο του Γ. Βυζιηνού, όταν πρωτοσυνάντησε τον Μοσκώβ Σελήμ. Στο γράμμα του από το Gastein σημειώνει : “Επι οκτώ ημέρας τας πρώτας ήτο ελεεινός καιρός Ευτυχώς έχω μαζί μου χειμωνιάτικα ρούχα και έχω τη γούνα . Τα πρώτα δι’ έξω και τη γούνα δια το σπίτι” (Bad Gastein, Hotel “setraubinger”,Σεπτέμβριο1890).
Ο ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
Ο παιδοψυχολόγος Βιζυηνός
Η διατριβή του διηγηματογράφου με θέμα την ψυχολογική και παιδαγωγική σημασία του παιχνιδιού παρέμενε ανέκδοτη στα ελληνικά για πάνω από έναν αιώνα
ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | Παρασκευή 2 Απριλίου 2010
Η ζωή και το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού δεν είναι άγνωστα. Τα διηγήματά του, όπως «Το αμάρτημα της μητρός μου» (1883), «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (1883) και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (1884), διαβάζονται αδιαλείπτως επί σχεδόν ενάμιση αιώνα, ανεβαίνουν στο θέατρο, ενώ η ζωή και το τραγικό τέλος του έχουν εμπνεύσει ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Αυτός που δεν είναι ευρέως γνωστός είναι ο επιστήμονας Βιζυηνός, ο οποίος σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1874-1875) και συνέχισε με σπουδές στη Γερμανία, στο Γκέτινγκεν, στη Λειψία και στο Βερολίνο. Το 1881 υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στα γερμανικά, διδακτορική διατριβή με θέμα την ψυχολογική και παιδαγωγική σημασία του παιχνιδιού, η οποία παρέμενε ανέκδοτη ως σήμερα στα ελληνικά.
Ο Αλέξανδρος Σιδεράς και η Παρασκευή ΣιδεράΛύτρα, καθηγητές Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, ανέσυραν την ξεχασμένη διατριβή του Βιζυηνού από τις γερμανικές βιβλιοθήκες και την εκδίδουν σε ελληνική μετάφραση, σε τόμο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Αδελφών Κυριακίδη. Ενδιαφέρον είναι ότι τα δεκατρία αντίτυπα της διατριβής που εντόπισαν και μελέτησαν βρέθηκαν σε γερμανικές βιβλιοθήκεςκαι κανένα σε ελληνικές.
Στα τρία κεφάλαια της διατριβής ο Βιζυηνός εξετάζει αντίστοιχα την προέλευση, την ουσία και την παιδαγωγική αξία του παιχνιδιού βασισμένος στις τότε γνωστές θεωρίες φιλοσόφων και παιδαγωγών (από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Καντ και τους Σίλερ, Ερντμαν, Σάλερ, Σμιντ και Λότσε ). Παιχνίδι και εργασία έχουν «μία και την αυτή πηγή:τη γενική ορμή της ανθρώπινης φύσης προς δράση» έγραφε ο Βιζυηνός, με τη διαφορά ότι «το παιγνίδι έχει για κύριο σκοπό του την αυτοενεργοποίηση αυτής της δύναμης, η εργασία αντιθέτως το χρησιμοποιεί αυτό σαν μέσογια να επιτύχει έναν αντικειμενικά ισχύοντα στόχο».
Για τα προϊόντα της βιομηχανίας παιχνιδιών έγραφε το 1881 ο Βιζυηνός: «Δεν θα έπρεπε βέβαια να οδηγήσει κανείς σε αδράνεια την αυτενέργεια των παιδιών με το να τους αγοράζει και να τους προσφέρει έτοιμα παιγνίδια, των οποίων τη χρήση συχνά ούτε την καταλαβαίνουν καν. Δεν θα έπρεπε κανείς να αφήσει την παιδική φαντασία να μαραθεί και να πτωχεύσει με σωρεία από κούκλες που μοιάζουν ζωντανές... Δεν θα έπρεπε να συνηθίζει τα παιδιά στην πολυτέλεια και να τα κάνει απαιτητικά περιβάλλοντάς τα με ένα πλήθος από πολύτιμα παιγνίδια (...) των οποίων η πληθώρα καθιστά το παιδικό πνεύμα μανιακό για εναλλαγή και επιπόλαιο». Στην εποχή του Ρlaystation 3, των ΡSΡ, των παιχνιδολαμπάδων αλλά και της οικονομικής κρίσης χρειάζεται κανείς να πει περισσότερα;
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
η Γεώργιος Μ. Βιζυηνός, «Το παιδικό παιγνίδι σε σχέση με την ψυχολογία και την παιδαγωγική». η Εισαγωγή- μετάφραση- σχόλια: Αλέξανδρος Σιδεράς, Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα.
η Εκδόσεις Αδελφοί Κυριακίδη, 2009, σελ. 336,
τιμή 22 ευρώ.
η Η μετάφραση συνοδεύεται από εισαγωγή για τις σπουδές του Βιζυηνού και την ιστορία της διατριβής, φωτογραφία χειρόγραφου βιογραφικού σημειώματος από τον ίδιο τον συγγραφέα, σχόλια, αναλυτική παρουσίαση της βιβλιογραφίας του και ευρετήρια.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=323724&dt=02/04/2010#ixzz0vKLSoosP
Πλωτινόπολη - Διδυμότειχο
http://www.youtube.com/watch?v=TUFKQfy4s_k
Στη ΝΑ πλευρά του Διδυμοτείχου υπάρχει ο λόφος της Αγίας Πέτρας, που εχει ταυτιστεί από τον καθ. Γ. Μπακαλάκη με την Πλωτινόπολη. Η Πλωτινόπολη είναι μία ρωμαϊκή πόλη που ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό, ο οποίος έδωσε το όνομα της γυναίκας του Πλωτίνης.
Πριν από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο διαπιστώθηκε ότι ο λόφος αυτός με τη στρατηγική θέση παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Το 1965, κατά την κατασκευή χαρακώματος από στρατιώτες, βρέθηκε η χρυσή σφυρήλατη προτομή του Πωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.).
Συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε στην Αγία Πέτρα από τη ΙΘ΄ ΕΠΚΑ το καλοκαίρι του 1977 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Το φθιμόπωρο του 1996 ξανάρχισαν οι ανασκαφές στην Πλωτινόπολη.
Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιείται στο μέσον περίπου της ανατολικής ομαλής πλαγιάς του λόφου, απέναντι ακριβώς από τον ποταμό Έβρο, στην περιοχή όπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 ανασκάφηκε κτήριο με ψηφιδωτά δάπεδα. Ανασκάφηκαν λείψανα κτηρίων, τα οποία μαζί με το κτήριο με τα ψηφιδωτά φαίνεται να ανήκουν σε ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα. Ο χώρος βρισκόταν σε χρήση από τον 2ο μέχρι το τέλος του 6ου αι. μ.Χ. Επίσης αποκαλύφθηκε δάπεδο κτηρίου ρωμαϊκών χρόνων και αγωγός. Βόρεια του κτηρίου αποκαλύφθηκε υπόκαυστο, γεγονός που επιβεβαιώνει την αρχική υπόθεση ότι πρόκειται για λουτρό. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, εύρημα είναι ένα πηγάδι με εσωτερική διάμετρο 2,20 μ., κατασκευασμένο με λαξευτούς γωνιόλιθους σύμφωνα με το ισοδομικό σύστημα. Το πηγάδι έχει ανασκαφεί σε βάθος 11,20 μ. Δεν έχει, ωστόσο, εντοπιστεί ο πυθμένας του. Στο βόρειο τμήμα του πηγαδιού και σε βάθος 2.50 μ. από το σωζόμενο χείλος υπάρχει άνοιγμα που οδηγεί σε καμαρόσκέπαστο θάλαμο. Το παραπάνω συγκρότημα (το πηγάδι και ο θάλαμος) έχει σχέση με την υδροδότηση της πόλης και θα πρέπει να είναι σύγχρονο με την ίδρυσή της (2ος αι. μ.Χ.). Τέλος εντοπίστηκε αδιατάρακτο προϊστορικό στρώμα. Αποκαλύφθηκαν 35 πασσαλότρυπρες από πασσαλόπηκτο κτήριο. Το στρώμα αυτό χρονολογείται στη νεότερη νεολιθική περίοδο. Τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής χρονολογούνται από τον 4ο μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ.
Κατά το έτος (2006) ανασκάφθηκε η περιοχή βόρεια της εισόδου του θαλάμου του πηγαδιού. Αποκαλύφθηκαν τρεις (3) αγωγοί αποχέτευσης, ο ένας ρωμαΪκών χρόνων και οι δύο παλαιοχριστιανικών. Αποκαλύφθηκε επίσης και τμήμα ψηφιδωτού ρωμαϊκών χρόνων. Στην περιοχή της ΝΑ γωνίας της τομής, όπου δεν εντοπίστηκαν κτήρια και η ανασκαφή «προχώρησε» σε βάθος, βρέθηκε αττική εισηγμένη κεραμική (μελαμβαφής και κεραμική με διακόσμηση «Δυτικής κλιτύος») του 4ου αι. π.Χ. μαζί με ντόπια χειροποίητη «θρακική» κεραμική.
“Ερρίκος Ίψεν” Του Γ.Μ. Βιζυηνού.
Μεταφορά στη σύγχρονη νεοελληνική
από το Θανάση Μουσόπουλο
Είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της πατρίδας του. Είναι, αν αγαπάτε, ο μεγαλύτερος δραματογράφος σ' όλη την Βόρεια Ευρώπη και, όμως, αν τον δείτε θα στοιχηματίσετε ότι είναι περισσότερο πλοίαρχος παρά καλλιτέχνης. Η φυσιογνωμία του δε μας θυμίζει κανέναν από τους έξοχους άντρες. Έχει το σκανδιναβικό τύπο με τα μήλα των παρειών να εξέχουν και με πλατιά σαγόνια. Κοντή μύτη και μεγάλο στόμα σφιγμένο έτσι που να νομίζετε ότι του λείπουν τα χείλια. Έχει σταχτιά μάτια, που με οξύτητα σε καρφώνουν πίσω από τα γυαλιά, και γύρω από τα βλέφαρα το μικρό εκείνο σύμπλεγμα ρυτίδων, που μαρτυρούν και με ακινησία βλέμματος που ήδη εξέτασε άπειρα πράγματα. Έχει λευκές φαβορίτες, όμοιες με των ναυτικών, και μαλλιά άσπρα και πυκνά, ωσάν πυκνόκλαδο θάμνο, ή καλύτερα σαν παρθένο ακόμη δάσος. Στο φαρδύ μέτωπο του διακρίνεται περισσότερη βούληση παρά οξύνοια· ενώ η στάση του κεφαλιού του κάνει να μοιάζει με κεφάλι κατακτητή, με κεφάλι αρχαίου βίκιγγ, δηλαδή, θαλασσινού ήρωα της Νορμανδίας, που γεννήθηκε σε βραχώδη ακτή από θαλασσομάχους προγόνους. Ο Henrik Ibsen, καύχημα της Νορβηγίας σήμερα, γεννήθηκε στην παραποτάμια πολίχνη Σκην από πατέρα ναυτιλλόμενο έμπορο, και γεννήθηκε σε εποχή κρισιμότατη για τη διανοητική κατάσταση της πατρίδας του. Ήδη από την ίδρυση του πανεπιστημίου στη Χριστιανία (1811) δόθηκε το πρώτο σύνθημα του αγώνα για απελευθέρωση της εθνικής φιλολογίας των Νορβηγών από την ξένη, και προπάντων από την επίδραση των Δανών. Ο χωρισμός της Νορβηγίας από τη Δανία το 1814, και η εγκατάσταση δικού της πολιτεύματος στη χώρα, ακόμα περισσότερο δυνάμωσαν το συναίσθημα της κερδισμένης ελευθερίας και φλόγιζαν πια τους νεανικούς πόθους των Νορβηγών για κάποια εθνική μεγαλουργία για τη διεύρυνση τον ορίων της πατρίδας τους.
Αλλά οι περιστάσεις δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για παράτολμες επιχειρήσεις και έκαμαν ώστε να χρησιμοποιηθεί και το καλύτερο μέρος της δράσης για ειρηνικό διανοητικό έδαφος. Τη βάση της νορβηγικής γλώσσας αποτελούσε τότε η δανική, που επέβαλλε στην ντόπια φιλολογία όχι μόνο τις λέξεις, αλλά και το πνεύμα της. Οτιδήποτε έμπαινε καινούργιο σ' αυτήν, ήταν κι αυτό ξένο, γαλλικό, αγγλικό, κλπ. Επειδή το δημώδες και ντόπιο το περιφρονούσαν και το καταδίωκαν οι καλαμαράδες. θεωρώντας το χυδαίο και πρόστυχο. Και βέβαια υπήρχαν όσοι πίστευαν το ακριβώς αντίθετο, αλλά τι σήμαιναν οι διαμαρτυρίες τους μπροστά στον όγκο και στην αυθεντία των λογιότατων! Έπρεπε ο λαός να μεθύσει από ενθουσιασμό μέσα στην πολιτική του απελευθέρωση και, γεμάτος τώρα αυτοπεποίθηση, να ποθήσει την παντοτινή εξασφάλιση της αυθυπαρξίας του ως έθνος, για να πάρει θάρρος εκείνη η μερίδα των λογίων, που δυσανασχετούσαν με την υποτέλεια στους ξένους της νορβηγικής φιλολογίας και γλώσσας. Αφού η αυθυπαρξία, που ο λαός επιζητούσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του, δεν μπορούσε να επιτευχθεί μήτε με πολεμικές κατακτήσεις μήτε με πολιτικά κατορθώματα, γιατί να μη τη δημιουργήσουν εκείνοι, αποτινάζοντας κάθε ζυγό ηθικής και πνευματικής υποτέλειας στους ξένους; Έτσι, αφού για μεγάλο αρχικά χρονικό διάστημα το εθνικό στους Νορβηγούς, ως αφηρημένη έννοια ταλαντεύτηκε από 'δω κι από 'κει χωρίς ορισμένη διατύπωση, τελικά συγκεντρώθηκε, παίρνοντας πραγματική υπόσταση, ως συνειδητή δημιουργία νέας εθνικής φιλολογίας και γλώσσας, μακριά από κάθε ξενική επήρεια. Όπως, όμως, παντού, έτσι και στη Νορβηγία στην αρχή της φιλολογικής αυτής αναμόρφωσης έγινε περισσότερο θόρυβος παρά θετική εργασία. Οι πρωτόκλητοι εθνικοί ποιητές για αρκετό χρονικό διάστημα φρόντισαν κυρίως στο να λαμπρύνουν εξυμνώντας τη Νορβηγία και το λαό της. Στις ρητορικές και πομπώδεις στροφές τους δεσπόζουν φράσεις όπως "οι βράχοι της Νορβηγίας", "τα βουνορύακα της Νορβηγίας"," το λιοντάρι της Νορβηγίας", "ο ελεύθερος αυτόνομος χωρικός", όπως ακριβώς στη δική μας εθνική ποίηση η φλοκάτη, η φουστανέλα.
Αν, βέβαια, μερικοί συγγραφείς, όπως ο Μ. Χρ. Χάνσεν, επιχειρούσαν να εγκολπωθούν στα έργα τους περισσότερο το καθαυτό εθνικό στοιχείο, δεν κατόρθωναν μεγάλα πράγματα κι αυτοί, αφού η βάση πάνω στην οποία έπρεπε να θεμελιωθεί η νέα εθνική φιλολογία, μ' άλλα λόγια η ακριβής γνώση του εθνικού βίου, δεν υπήρχαν ακόμη. Όπως στους δικούς μας συγγραφείς ως τις μέρες μας, έτσι και οι Νορβηγοί ως εκείνα τα χρόνια επιπόλαια μόνο γνώριζαν το βίο, τον τρόπο σκέπτεσθαι του λαού, τη φύση της χώρας, κλπ. Οι γνώσεις για παρόμοια θέματα περιορίζονταν σε πολύ γενικά πράγματα, ακατάλληλα να χρησιμεύσουν ως βάση μιας πραγματικά δημοφιλούς φιλολογίας, που να έχει τις ρίζες στη ζωή του έθνους και να προσαρμόζεται στο χαρακτήρα του. Μόλις γύρω στα 1830 άρχισαν οι Νορβηγοί να απαλλάσσονται από την παροδική αυτή κατάσταση και να κατανοούν, ότι, αντί με υπέρογκους επαίνους των αρετών της, μπορούσαν να στολίσουν την πατρίδα τους με πολύ καλύτερο τρόπο: πράττοντας ό,τι από καιρό ήδη όφειλε να έχει πράξει και η Ελλάδα. Καλλιεργώντας, δηλαδή, και διαμορφώνοντας στη φιλολογία καθετί που κουβαλά αγνό και καθαρό τον εθνικό χαρακτήρα. Έτσι οι μύθοι του λαού και τα δημοτικά τραγούδια συγκεντρώθηκαν με επιμέλεια και αφού δημοσιεύθηκαν παραδόθηκαν κοινό κτήμα σε όλους, εξωραϊσμένα ως προς τις καλολογικές αξιώσεις της τέχνης, διατηρώντας, όμως, ατόφιο και αναλλοίωτο τον αρχικό τους τύπο, όσο και τον ιδιαίτερο εκείνο χαρακτήρα, που είχαν κυκλοφορώντας στο λαό από στόμα σε στόμα.
Την προκαταρκτική αυτή εργασία συντέλεσαν κυρίως ο δασονόμος Ρ. Ch. Asbjoernson και σε άμεση σχέση μαζί του και ο επίσκοπος Ioergen μoe, που συλλέξανε παλιές παραδόσεις του λαού και παραμύθια, κατάλληλα για την ποιητική φιλολογία, προσκομίζοντας σ' αυτήν νέο πλούσιο υλικό, όπου σε ικανοποιητικό βαθμό τονίζονταν τα ιδιαίτερα προσόντα του λαϊκού χαρακτήρα των Νορβηγών. Επειδή ελπίζουμε ότι και στην Ελλάδα θα γίνει κάποια τέτοια ενιαία εργασία σημειώνουμε εδώ σε ποιες αρετές τους οφείλουν οι δύο συλλογές που μνημόνευσα την επιτυχία του έργου, για να ανατεθεί και σε μας τέτοιους μόνο άντρες η εκτέλεση του. Και οι δυο τους, λέγει ο Horn στην ιστορία της Σκανδιναβικής φιλολογίας, ήταν σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό κατάλληλοι να συγκεντρώσουν και να καταστήσουν πάλι νέα τα ποιητικά αυτά προϊόντα του λαϊκού πνεύματος των Νορβηγών, επειδή είχαν μια ιδιαίτερη ευφυΐα στο να αποσπούν τους θησαυρούς της δημοτικής ποίησης με ψυχαγωγικό τρόπο από τους κοινούς ανθρώπους, που είναι για τούτο πολύ φοβητσιάρηδες και καθόλου πρόθυμοι στη μετάδοση. Όμως, μεγάλη ήταν και η ευφυΐα αυτών των ανδρών στο να αποδίδουν έτσι τα κειμήλια, που αποκτούσαν μ' αυτή τη μέθοδο, ώστε όχι μόνο να μη ζημιώνονται ως προς την αρχική τους ποίηση, αλλά και να μη χάσουν τίποτε από το αφελές και δημώδες ύφος τους. Και. το κατόρθωναν αυτό οι άντρες τούτοι γιατί ήταν πάρα πολύ εξοικειωμένοι με τη ζωή και τον τρόπο σκέψης του λαού, ενώ επιπλέον είχαν και οι δυο τους όχι μικρή ποιητική ευχέρεια, που γνώριζαν να εφαρμόζουν προσεκτικά και με σύνεση, αποφεύγοντας να τροποποιήσουν κάτι σε κάθε περίπτωση που υπήρχε κίνδυνος να χαλάσει η αρχική και ειλικρινής μορφή των μύθων και ο ίδιος εκείνος χαρακτήρας, που είχαν στο στόμα του λαού. Και για τους άλλους κλάδους της διανοητικής μόρφωσης έγιναν ταυτόχρονα ανάλογες εργασίες. Ο ζήλος μάλιστα γι'αυτό το σκοπό υπήρξε τόσο θερμός, ώστε δεν άργησε να παρασύρει τους φανατικούς λάτρεις του εντόπιου πολιτισμού (του αυτοχθονισμού) σε υπερβολές και να τους βγάλει από το μέσο και σίγουρο δρόμο, προτού ακόμη αρχίσουν την προοδευτική τους πορεία.
Μέσα, δηλαδή, στον υπερβολικό τους πόθο να εισδύσουν στην καρδιά της εθνικής ζωής των Νορβηγών, κρατώντας αλώβητα όλα τα ιδιαίτερα του χαρίσματα, νόμισαν ότι δεν ήταν αρκετό να καταστήσουν εθνική μόνο την ουσία της φιλολογίας τους, ότι δεν ήταν αρκετό, επίσης, να προσαρμόσουν την περασμένη γλώσσα τους στα πιο εντόπια στοιχεία τους, αλλά πίστευσαν ότι έπρεπε να ξεπετάξουν εντελώς το κράμα από δανικά και νορβηγικά διαλεκτικά στοιχεία, να δημιουργήσουν καινούργια καθαρή εθνική γλώσσα από καθαρά νορβηγικά ιδιώματα. Δεν τους ένοιαζε αν καθαρά νορβηγικές διάλεκτοι δεν υπήρχαν παρά μόνο δύο ή τρεις, ούτε συλλογίζονταν ότι από δύο-τρεις διαλέκτους δεν είναι δυνατό να κατασκευασθεί άρτια γλώσσα, για να χρησιμεύσει ως όργανο εθνικής φιλολογίας. Ο αυτοχθονισμός υπήρξε, όμως, τόσο εμπαθής, ώστε όποιος υποστήριζε την τήρηση της προηγούμενης γλωσσικής κατάστασης θεωρούνταν κάτι σαν προδότης της πατρίδας! Οι καβγάδες υπέρ και κατά κράτησαν για πολύ, πιο εμπαθή χαρακτήρα, όμως, είχαν από το 1830 και μετά. Σε μια τέτοια σύγχυση, σε τέτοια κατάσταση πνευματικού αναβρασμού και φιλολογικής αναζύμωσης γεννήθηκε στο Σκην της Νορβηγίας στις 20 Μαρτίου 1828 ο Henrik Ibsen, το δαιμόνιο πνεύμα, που όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, άρχισε να ταχτοποιεί το ακατάστατο εκείνο χάος, και, από κάθε τι χρήσιμο που περιείχαν οι σκέψεις των αντιμαχόμενων μερίδων, να δημιουργήσει τον όμορφο κόσμο της νέας νορβηγικής φιλολογίας. Ο πατέρας του Ίψεν, εμπορευόμενος ναυτικός, ήταν παιδί κάποτε πλούσιων γονέων. Αλλά στον Ίψεν η Μοίρα θέλησε να εφαρμόσει ότι και σε κάθε άλλη σχεδόν μεγαλοφυία. Είναι γνωστό ότι έξοχες διάνοιες και μεγάλοι χαρακτήρες - αν προλάβουν και δε συντριβούν κάτω από το χαλύβδινο βάρος της δυστυχίας- ακονίζονται και σκληραίνουν παλεύοντας προς υλικές δυσκολίες, από 'που συμβαίνει να σπινθηροβολούν τόσο φωτεινότερους τους σπινθήρες της αλήθειας που κλείνουν μέσα τους, όσο περισσότερο συγκρούονται προς τις άγριες και αντίξοες περιστάσεις.
Την ανάπτυξη με παρόμοιο αγώνα επεφύλασσε η Μοίρα στον ποιητή μας. Ήδη στην παιδική ηλικία βρήκε κατεστραμμένη την οικογενειακή περιουσία του. Για να αντιμετωπίσει τη διατροφή του αναγκάστηκε να μπει στην υπηρεσία κάποιου φαρμακοποιού, όταν ήταν ακόμη δεκαέξι χρονών παλικάρι. Συνεπώς τους πρώτους του στίχους ο Ένρικ τους συνέθεσε τρίβοντας ρυθμικά τα φάρμακα μέσα στο γουδί. Αλλά προς επάγγελμα τόσο ειρηνικό και άκαρπο δεν ήταν δυνατό να συμβιβαστεί το ακατάσχετο και νεωτεριστικό πνεύμα του Ίψεν. Οι πρώτοι του στίχοι στον κύκλο των παιδικών του φίλων διαβάζονταν και προκαλούσαν πάντοτε ιδιαίτερα ευχάριστη εντύπωση. Αλλά ο Ένρικ, ως αληθινή μεγαλοφυΐα, ήταν από παιδί μετριόφρονας και φιλότιμος. Γι' αυτό κι όταν ακόμη από πολλά χρόνια ήταν στρατολογημένος ανάμεσα στους φιλολογικούς κύκλους της πατρίδας του, σπάνια εμφανιζόταν στα περιοδικά του τόπου. Την πρώτη του τραγωδία μάλιστα, τον "Κατιλίνα", τη δημοσίευσε στα 1850 με ψευδώνυμο. Από το 1851 άρχισε να εκδίδει μαζί με δύο φίλους του το εβδομαδιαίο περιοδικό "Andhrimer·", παρουσιάζοντας ο ίδιος σ' αυτό κυρίως λυρικά και σατυρικά ποιήματα. Το φθινόπωρο, όμως, του ίδιου χρόνου προσλήφθηκε ως διευθυντής του θεάτρου στο Βέργεν (Μπέργκεν), με την υποστήριξη του οποίου ταξίδευσε, για να μελετήσει, στη Δανία και στη Γερμανία, το καλοκαίρι του 1852. Μετά από εξάχρονη παραμονή στο Μπέργκεν μετοίκησε στη Χριστιανία, πάλι ως διευθυντής του εκεί θεάτρου Νόρκσε, που τα διηύθυνε ως το 1863. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο Ίψεν δημοσίευσε τις πρώτες του τραγωδίες, που έχουν τις υποθέσεις τους από την ιστορία του μεσαίωνα και είχαν μεγάλη επιτυχία, αφού παρουσιάστηκαν από τα θέατρα του Μπέργκεν, της Χριστιανίας, της Κοπεγχάγης και της Στοκχόλμης. Με αυτές τις τραγωδίες και τα μικρότερα ποιήματα του έθεσε οριστικά και το γλωσσικό ζήτημα των Νορβηγών στη θέση που του αρμόζει, έχοντας σ' αυτό συμπαραστάτη πολλές φορές το άλλο έξοχο πνεύμα της πατρίδας του, τον κατά τέσσερα χρόνια νεότερο του Bjoernson.
Ενώ, δηλαδή, κάτω από την έμπνευση του Wergeland οι μέχρι φανατισμού αποκλειστικά πατριώτες, απαιτώντας από τη νέα εθνική γλώσσα να τρέφεται μόνο από δυο-τρεις ντόπιες διαλέκτους, την καταδίκαζαν στο θάνατο από ασιτία, οι Διόσκουροι ποιητές της Νορβηγίας, συμφωνώντας από έμφυτο στο αντικείμενο αυτό, εφάρμοσαν τις πιο λογικές αρχές στη διάπλαση και χρήση της νέας γλώσσας, αλλά στο υλικό που προέρχεται απ' αυτήν προσθέτουν τις νεότερες γλωσσικές μορφές, ανακαινίζοντας την έτσι, ώστε να γίνει πιο προσαρμοσμένη στο πνεύμα των νεότερων χρόνων. Την πλουτίζουν, τη γονιμοποιούν και την καθιστούν όσο γίνεται νεότερη με την πρόσληψη δημοτικών στοιχείων. Ωφελήθηκαν σ' αυτό πολύ από τις λεξιλογικές συλλογές και τις υπόλοιπες σχετικές εργασίες της αντίθετης μερίδας, έτσι ώστε, όπως είναι σήμερα η Νορβηγική γλώσσα, ελπίζεται ότι θα αποκαταστήσει και θα συσφίξει στις σκανδιναβικές χώρες τον κοινό πνευματικό σύνδεσμο, που χαλαρώθηκε από την πολιτική στάση τους. Αλλά μολονότι τόσο σύμφωνα εργάστηκαν στο γλωσσικό ζήτημα οι δύο κορυφαίοι ποιητές της Νορβηγίας, εντούτοις δεν ήταν σύμφωνοι και ομόγνωμοι ως προς τα άλλα ζητήματα. Έχοντας αντίθετο χαρακτήρα από φυσικού τους, πρέσβευαν πολιτικές αρχές ασυμβίβαστες μεταξύ τους, και βαδίζουν στην συγγραφική πορεία από τόσο αντίθετους δρόμους, ώστε αναδείχτηκαν αρχηγοί δύο αντίπαλων μεταξύ τους φιλολογικών τάσεων και επιλογών. Παιδί του λαού ο Bjoernson, γεννημένος για να λυπάται και να χαίρεται μαζί με τους χωρικούς, υπερασπίζεται τόσο στην πολιτική όσο και στην φιλολογική ζωή τα λαϊκά συμφέροντα αποκλειστικά, δημαγωγός και καβγατζής πολύ περισσότερο απ' το κανονικό. Και αγαπά αληθινά, βέβαια, το έθνος του περισσότερο από κάθε άλλο, και υπερεκτιμά, εξυψώνοντας το, κάθε τι λαϊκό και δημώδες. Αυτό όχι χωρίς λόγο. Επειδή, δηλαδή, ο Bjoernson παρουσιάζει τον εαυτό του ως την ενσάρκωση των αρετών του λαού, εννοείται ότι όσο περισσότερο εκτιμά αυτές, τόσο περισσότερο εξυψώνει και στολίζει το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η δική του δόξα. Εντελώς αντίθετος είναι ο Ίψεν.
Ποιητής από τη φύση του αριστοκρατικών τάσεων, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση της πνευματικής υπεροχής, πάντοτε έβλεπε με απαισιόδοξη πικρία το έργο των ευεργετών και διαφωτιστών του λαού, και έστρεψε τα νώτα προς τα "ωσαννά" του πλήθους. Ήδη η πρώτη του δραματική απόπειρα, είδος εγκωμίου προς τον Κατιλίνα, δεν ευχαρίστησε τους συντηρητικούς της πατρίδας του νοικοκυραίους, γιατί τάχα περιείχε ιδέες ανατρεπτικές του καθεστώτος. Έτσι ο θερμόαιμος και γεμάτος αναμορφωτική ενέργεια νεαρός, μόλις είκοσι χρονών, κατάντησε, όπως ο ίδιος παραδέχεται, να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την κοινωνία. Ούτε ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά. Είρωνας από φυσικού του, προικισμένος με πνεύμα έντονα σατυρικό, όσο και φιλοσοφικό, νέος ακόμη έβαλε το δάχτυλο στις πληγές της σύγχρονης κοινωνίας και με τη σοβαρότατη σάτυρά του άσπλαχνα καυτηρίασε την κενότητα και το ψεύδος των συμπατριωτών του στην πολιτεία. Την πατριωτική καυχησιολογία των συγχρόνων του, καθώς και τον κλεισμένο σε κούφιες φράσεις ιπποτισμό του Bjoernson μαστιγώνει κυρίως στο σατυρικό του δράμα. "Ο σύνδεσμος των νεανίων" (1869).
Όπως ήταν επόμενο, το ορμητικά προοδευτικό, το θορυβώδικο και ταυτόχρονα το επαναστατικό πνεύμα του νεαρού Ίψεν, δημιούργησε σ' αυτόν πολλές και ποικίλες αντιδράσεις και πειρασμούς και ενοχλήσεις, που δυσαρεστούσαν και πίκραιναν τον ποιητή σε κάθε έργο και αξίωμα: Τα δράματα του απαγορεύονταν από τη λογοκρισία, κάθε πρόθεση του, όσο καλή κι αν ήταν, την συκοφαντούσαν έτσι που του αφαιρούνταν κάθε ελευθερία δράσης. Για τούτο ο Ίψεν παραιτήθηκε από τη θυελλώδη διεύθυνση του θεάτρου Νόρσκε και στα 1864 με τη θέληση του εκπατρίστηκε στη Ρώμη. "Δεν έχω καμιά ικανότητα, έγραφε σε φίλο του, να είμαι πολίτης συντηρητικός· και αφού δεν έχω ικανότητα σ' αυτό, δεν ανακατεύομαι μαζί τους". Τον πόνο της ψυχής του καθώς άφηνε την αγαπημένη του πατρίδα με ματωμένη καρδιά τον εξέφρασε με εικόνα ο Ίψεν σε πολύ πειστικό όσο και ευαίσθητο ποίημα, που αμυδρή μετάφραση του επιχειρούμε εδώ:
Στη Νορβηγία η αϊδερή1, η πάπια της θαλάσσης,
στην γαλανήν ακρογιαλιά ψηλά πάει να φωλιάσει.
Μαδάει από τα στήθη της το πουπουλόχνουδό της,
και κάμνει μια ζεστή μ' αυτό, μια μαλακή φωλίτσα.
Μα 'ρχονται μ' άσπλαχνη καρδιά στον όχθο οι ψαράδες
και της κουρσεύουν τη φωλιά, ως το στερνό το χνούδι.
Αυτό δεν σβει μες στο πουλί τον πόθο της αγάπης :
Ξαναμαδάει τα στήθια του. Κι αυτοί ξαναπροβάλλουν
και παίρνουν ό,τι έφτιασε. Μα, ακούραστο κι εκείνο,
σε βράχου τρύπα τη φωλιά ξαναρχινάει να φτιάνει.
Τρίτη φορά κουρσεύουν την και δεν αφήνουν χνούδι!
Τότε κι αυτό την άνοιξη, με στήθια ματωμένα,
ανοίγει νύχτα τα φτερά και πάει μακρά στο νότο,
εκεί που περισσότερο χαμογελούν τα ουράνια.
Αληθινά, "με στήθια ματωμένα" ο Ίψεν εγκαταστάθηκε στα ξένα. Το 1866 το Σπόρτιγγ της πατρίδας του ψήφισε για λογαριασμό του ετήσια σύνταξη ποιητή, που εξακολουθεί ο Ίψεν να καρπώνεται ως τώρα. Στη Ρώμη παρέμεινε ως το 1868. Κατά τον επόμενο χρόνο φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα και στο Χεδίβη της Αιγύπτου, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Ισθμού του Σουέζ. Από τότε ως το 1875 έζησε στη Δρέσδη. Ύστερα μετακόμισε στο Μόναχο, όπου και τα παιδάκια δείχνουν με το δάχτυλο το μεγάλο ποιητή, καθώς τριγυρνά σε φιλοσοφική μοναξιά από τους δρόμους της πόλης, επειδή εξοικειώθηκαν πια προς τη μορφή του, που κάθε στιγμή μπορούν να μελετήσουν στο Μουσείο κέρινων ομοιωμάτων της πόλης. Σήμερα ο Ίψεν ίσως ζει ακόμη στο Παρίσι, όπου πριν από λίγους μήνες θαύμασαν τις παραστάσεις μερικών από τα νεότερα δράματα του. Λιτότατος στη ζωή ζει μόνος. Σιωπηλός και κλεισμένος στον εαυτό του, κατορθώνει να μην έχει σχεδόν ανάγκη από την κοινωνία, πράγμα εξάλλου που προϋποτίθεται για όποιον έχει την αξίωση "να τα ψάλλει" στην κοινωνία.
Μόνη ευχαρίστησή του είναι να γράφει. "Η ζωή, λέγει, είναι διαρκής πόλεμος εναντίον κάθε είδους κακών, που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας ή φωλιάζουν στην καρδιά μας. Η ποίηση είναι η ανταπόδοση, είναι η απελευθέρωση της ύπαρξής μας." Πράγματι τα δράματα του Ίψεν, κυρίως τα νεότερα, πρέπει να τ' ακούει κάποιος σαν τόνους απολύτρωσης. Δεν είναι φιλολογικά πράγματα, όχι. Σε κανένα συγγραφέα δε βρίσκεις διατυπωμένη την αρχή, ότι κάθε τι που γράφεται είναι πράξη και ότι πρέπει ως τέτοια να κρίνεται. Το δημιουργικό στην ιδιοφυΐα του Ίψεν είναι προπάντων ηθική ενέργεια. Τα δράματά του είναι πράξεις μεταφερμένες σε λέξεις. Δεν είναι μεγάλος ποιητής, παρά μόνο γιατί είναι μεγάλος άνδρας.
Αξιοσημείωτη είναι η ανάπτυξη της δημιουργικότητας του Ίψεν σε σύγκριση προς του άλλου κορυφαίου ποιητή των Νορβηγών. Ο Μπγιόρνσον, τέσσερα χρόνια νεότερος από τον Ίψεν, έγινε πολύ πριν απ' αυτόν και αμέσως από την αρχή περίφημος στην πατρίδα του. Το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του "Η Συννόβη από τον Ηλιόλοφο" (Synnove Solbaken), περιέχει τόσο καθαρή γνώση της ζωής που ζουν οι αγροτικοί πληθυσμοί της Νορβηγίας, οι ποιητικές και ηθογραφικές εικόνες του διηγήματος προκαλούν με τόση δύναμη το ενδιαφέρον των αναγνωστών, ώστε τούτο μόνο ήταν αρκετό να αναδείξει το συγγραφέα μεγάλο με την πρώτη εμφάνισή του. Ολωσδιόλου αντίθετα προς τον Ίψεν, που ήδη γνωρίσαμε πως εξέδωσε με ψευδώνυμο το πρώτο του έργο. Μολαταύτα η υπεροχή του Μπγιόρνσον υπήρξε μόνο παροδική: καθώς εισήλθε νωρίς και πρόωρα στην ανάπτυξη του ο ποιητής αυτός, εξαντλήθηκε ήδη με την έκδοση των πρώτων του έργων. Πριν από λίγα χρόνια το κοινωνικό του δράμα "Η Χρεωκοπία" πανηγύρισε θριαμβευτική παρέλαση στις σκηνές ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου. Και. όμως, φιλολογικά ο Μπγιόρνσον δεν κέρδισε με το έργο αυτό τίποτε, που να μην κατείχε ήδη. Όταν εξέδιδε τα πρώτα του ποιήματα, η ποιητική του ανάπτυξη είχε φτάσει στο υψηλότερο τους σημείο, ενώ κανένα από τα μεταγενέστερα έργα του δεν υπερτερεί από 'κείνα στην ύλη ή στο είδος. Αλλωστε ο Μπγιόρνσον είναι διηγηματογράφος και λυρικός ποιητής μάλλον παρά δραματικός συγγραφέας. Αντίθετα η δραματική προπάντων μεγαλοφυία του Ίψεν αναπτύχθηκε βαθμιαία και λίγο-λίγο, ως αληθινή μεγαλοφυΐα.
Γι'αυτό, και η αξία των έργων του προχώρησε αυξανόμενη μαζί με τον αριθμό τους. Στο ιστορικό δράμα του την ύψιστη θέση κατέχουν "Οι ανταγωνιστές για τη βασιλεία" (Kongsaemnerne), δράμα στο οποίο για πρώτη φορά ο ποιητής ανέπτυξε όλη του τη δύναμη. Στο έργο αυτό ο Ίψεν από τη μία μεριά έθεσε το βασιλιά Χάκον, που στηριζόταν στο δίκαιο, να θέλει με τη "βασιλική ιδέα" να συνενώσει το νορβηγικό έθνος σε ένα και να εμμένει σταθερά στη δική του πορεία, από την άλλη μεριά αντιπαράθεσε το δούκα Σκούλεν που πάντοτε δυσπιστούσε προς τον εαυτό του.
Έτσι διέγραψε δύο με ύψιστη ψυχολογική λεπτότητα επεξεργασμένες εικόνες, οι οποίες, με τη μεταξύ τους αντίθεση, προκαλούν ακαταμάχητο ποιητικό θέλγητρο. Αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του δράματος, παρουσιασμένα με τέχνη, συνεισφέρουν από τη μεριά τους στην τελείωση της μεγαλόπρεπης εικόνας που εξελίσσεται μπρος στα μάτια μας. Ήδη, όμως, προτού δημοσιεύσει το δράμα αυτό, ο Ίψεν είχε εισέλθει με την "Κωμωδία του Έρωτα" στη νέα χώρα, στη χώρα του φιλοσοφικού σατυρικού δράματος, στο οποίο φαίνεται ότι η μεγαλοφυΐα του με πολλή ευχαρίστηση ζει και με πειρακτικές κοροϊδίες, συγχρόνως, όμως, με την πιο βαθιά σοβαρότητα, ελέγχει τα κοινωνικά ζητήματα του καιρού. Κεντρική ιδέα αυτού του δράματος αποτελεί ο θεσμός του συνοικεσίου, από το οποίο, όπως συμβαίνει και σήμερα, λείπει η ελευθερία, ο έρωτας και η ευτυχία. Αμείλικτα καυτηριάζει ο Ίψεν στις σκηνές του το ψέμα και την υποχρεωτική προσποίηση ανθρώπων -καλών κατά τα άλλα-, οι οποίοι μια και υπέκυψαν από συνήθεια στο ζυγό ενός γάμου, κατόπιν υποκρίνονται την ευτυχία, την οποία, όμως, έχασαν από τη στιγμή που πουλούσαν την ελευθερία τους στο συμφέρον. “Λένε ψέματα στον εαυτό τους και στους άλλους όλους· το ψέμα τους τριγυρνά στους δρόμους, χωρίς κάποιος να το κατηγορεί. Είναι ναυαγοί, και, όμως, φαίνονται σαν Κροίσοι στην ευτυχία τους. Αυτοεξορίστηκαν από τον Παράδεισο - βυθίστηκαν ως τα αφτιά μέσα στο θειάφι της Κόλασης, κι όμως ο καθένας τους με ευχαρίστηση αυτοαποκαλείται ιππότης της Εδέμ, και δεν αφήνει το γέλιο από τα χείλη του.
Προβάλλει, όμως, ορμητικά ο Βεελζεβούλ, με κέρατα, με αλογίσιο πόδι, χλευαστικά μουγκρίζοντας. Τότε ο καθένας σκουντά το διπλανό του με τον αγκώνα: Ε, συ! Αποκαλύψου! Γιατί, βλέπεις εκεί. Έρχεται ο κύριος”. Στο είδος αυτό ανήκουν από τα προηγούμενα και τα δύο σπουδαιότατα έργα του: "Brand" και "Per Gynt", έξοχα τόσο για την αφθονία αδρών νοημάτων, όσο και για την αριστοτεχνική χρήση του είδους. Και τα δύο αυτά έργα είναι γραμμένα σε εξαίρετους αρμονικούς και χαρακτηριστικούς στίχους. Αντίθετα, πεζά είναι "Ο Σύνδεσμος των Νεανιών" και "Τα στηρίγματα της Κοινωνίας". Με τα έργα αυτά ο ποιητής στρέφεται εναντίον των συγχρόνων του και των κακώς κειμένων στην πατρίδα του, στιγματίζοντας παντού όπου βρίσκει την κενότητα και το ψέμμα με αγανάκτηση, που οι ισχυρές εκρήξεις της, χωρίς να στερούνται από κωμικό ήθος, μερικές φορές βλάπτουν την καθαρά ποιητική εντύπωση. Ο Ίψεν το ποιητικό του στάδιο το εγκαινίασε με την καλλιέργεια της ιδέας του ωραίου στην τέχνη. Με το πέρασμα, όμως, του χρόνου συνδέθηκε τόσο στενά με την πραγματικότητα, ώστε τα νεότερα του έργα αντιπροσωπεύουν αποκλειστικά μόνο τη φυσική αλήθεια. Καταπλήσσει στα δράματά του το απλό και αληθοφανές και φυσικό όλων των στοιχείων. Οι ήρωές του είναι συνήθως ιερείς, επαρχιακοί σύμβουλοι, γυναίκες οικονόμοι, χωρικοί και αγρότες, που ζουν περιορισμένη ζωή και ομιλεί ο καθένας τη γλώσσα της τάξης στην οποία ανήκει, χωρίς να σκοτίζεται πολύ για τα δημόσια. Φαίνονται μάλιστα ότι λησμονούν την παρουσία των θεατών και δε σκέφτονται να κατασκευάσουν λέξεις με τις οποίες να τους θαμπώσουν ή να τους προκαλέσουν το γέλιο. Από τις σκηνές του Νορβηγού δραματογράφου λείπει εντελώς κάθε στοιχείο επίπλαστο και φτιασιδωμένο.
Η εξοχότερη ως προς το πάθος δραματική πράξη εξελίσσεται μπρος στα μάτια σας σάμπως υφασμένη μαζί με τις στερεότυπες βιοτικές μικρολογίες. Οσηδήποτε κι αν είναι η συγκίνηση που πηγάζει απ' αυτήν ή το ενδιαφέρον, η πορεία της καθόλου δεν εμποδίζει τα πρόσωπα του έργου να πιουν το τσάι ή να καθίσουν σε δείπνο όταν φτάσει η καθορισμένη ώρα. Στο "Σπίτι της Κούκλας" νεαρή μητέρα, η Νόρα, μπαίνει στο δωμάτιο φορτωμένη με ψουνίδια. αφού είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Σε λίγο τη βλέπετε να παίζει με τα παιδιά της, να κρύβεται κάτω από το τραπέζι, να γελά, να τραγουδά, σαν να ήταν μια αληθινή μητέρα, μόνη με τα παιδιά της μέσα στο κλειστό σπίτι, χωρίς να σκοτίζεται διόλου για τους εκατοντάδες θεατές που την βλέπουν. Και, όμως, η τόσο ανύποπτη και χαριτωμένη αυτή κοπελίτσα μάλλον παρά γυναίκα προχωρεί προς τραγικότατο τέλος: Στο σύζυγό της επιδόθηκε επιστολή, που πρόκειται να ανοιχθεί ύστερα από κάποιες ώρες, και το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτα καταστροφικό. Κίνησε κάθε τι να το αποτρέψει, εκτός, όμως, μάταια. Και δεν της απομένει τίποτε άλλο, παρά μόνο να πεθάνει μόλις περάσει η προθεσμία. “Να μην τον ξαναδεί ποτέ πια το σύζυγό της, ποτέ, ποτέ, ποτέ! Και τα παιδάκια της, να μην τα ξαναδεί ποτέ πια και αυτά, ποτέ! Αχ! αυτό το χιονόψυχρο νερό, το μαύρο! Ωχ! αυτό το πράγμα... αυτό το πράγμα χωρίς βυθό. Αχ! αν περνούσε μόνο!...” Αλλά πρέπει να πάει στο χορό η Νόρα, να χορεύσει μια ταραντέλα. Και τη χορεύει με τόση απελπιστική ευθυμία, ως άνθρωπος που πρόκειται όπου να' ναι ν' αποθάνει!... Παρατηρεί το ρολόι της- είναι πέντε το απόγευμα. Ως τα μεσάνυχτα εφτά ώρες ακόμη. Έπειτα, ακόμη εικοσιτέσσερες ώρες ως τα επόμενα μεσάνυχτα... "εικοσιτέσσερες και εφτά! έχω τριάντα και μια ώρα να ζήσω".
Ακριβώς τη στιγμή αυτή την καλεί ο σύζυγος της, που δεν πρέπει να υποπτευθεί τίποτε. -“Μα τι γίνεται, λοιπόν, το κορυδαλλάκι; -Να το!”, απαντά εκείνη και πέφτει στην αγκαλιά του, όλη χαμόγελο!.. Έτσι κλείνουν οι σκηνές των δραμάτων του Ίψεν: Η φρίκη, η αγωνία, η κατάπληξη ανάμεσα σε κοινά πράγματα -Ιδού κυρίως η εντύπωση, που προκαλεί το θέατρό του. Και σε τούτο έγκειται η απαράμιλλη πρωτοτυπία του Νορβηγού. Ως προς τη δομή των σκηνών αυτή ποτέ δεν παριστάνει επιβλητικές σκηνογραφίες. Κοινές κατοικίες, στις οποίες λειτουργεί απρόσκοπτα η φυσική ζωή της χώρας, αληθινό εσωτερικό της ζωγραφικής των Κάτω Χωρών- να οι σκηνές του. Ζωγραφίζοντας ο ίδιος ό, τι βλέπει κατά τον τρόπο του Ματους*, ανέβασε πάνω στη σκηνή εικόνες εφάμιλλες προς τις εικόνες των παλιών δασκάλων της Φλαμανδίας. Ό, τι όμως βλέπει ο Ίψεν, το βλέπει πολύ διαφορετικά από τους σημερινούς δραματογράφους. Ως άλλος Σαίξπηρ, εξετάζει τη ζωή από υψηλή σκοπιά σ' όλη της την εξέλιξη από την κούνια ως το φέρετρο, επενδύοντας τα δράματά του με πολύ φιλοσοφικό χαρακτήρα. Κανένας δεν διείσδυσε στους νεφρούς και στην καρδιά της ανθρωπότητας τόσο βαθιά εδώ και πολύ, πάρα πολύ χρόνο. Πόσο είναι βαρυσήμαντες οι εξής λέξεις, και σχεδόν πάντοτε πικρές: “Ο συγχρωτισμός προς τη μεγάλη σου ψυχή εξευγενίζει (λέγει κάποιος στο Ρόσμερς Χολμ) και κατά συνέπεια φονεύει την ευτυχία”. -“Ο Πέτρος Μόντεσγαρδ, λέγει-κάποιος άλλος, μπορεί κάθε τι που θέλει...και τούτο γιατί ο Πέτρος Μόντεσγαρδ ποτέ δε θέλει περισσότερο απ'ό, τι μπορεί. Ο Πέτρος Μόντεσγαρδ είναι ικανός να ζήσει χωρίς κάποιο ιδανικό, και σε τούτο έγκειται όλο το μυστήριο της νίκης, σε τούτο ο κολοφών της σοφίας στον κόσμο αυτό!” Με τέτοιο τρόπο προβιβάζει το μεγαλείο του ο Ίψεν, αποκαλύπτοντας με τα έργα του νέες αρχές της σχετικά με τα ανθρώπινα φιλοσοφίας, εφάμιλλος ως προς αυτό του Σαίξπηρ. Η τελευταία λέξη της φιλοσοφίας αυτής είναι: Μη σταματάς να δρας· απελευθερώσου από τις προλήψεις, να αγωνίζεσαι και προπάντων να πράττεις σύμφωνα προς τις πεποιθήσεις σου. Δεν υπάρχει αληθινά θανάσιμο αμάρτημα, παρά μόνο ένα, το ψέμα.
Το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι το ψεύδος που λέγει κάποιος προς τον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτά κηρύσσει ο ποιητής όχι επαναστατώντας ενάντια στις αρχές της ηθικής, ούτε πάλι συμφωνεί ως προς τα πάθη, με την αξίωση να τεθούν πάνω από τα ήθη και το νόμο. Τουναντίον, αληθινός πουριτανός ο Ίψεν υποδουλώνεται πολύ λιγότερο απ' όλους τους ανθρώπους στην ηδονή της σάρκας. Η φιλοσοφία του δεν απευθύνεται πάρα μόνο στην κρίση του ανθρώπου και στη βούλησή του. "Αν πιστεύεις, λέγει, πράττε σύμφωνα προς την πίστη σου· και τούτο ως το τέλος, ως το μαρτύριο και το θάνατο. Όχι, όμως, ημιτελή πίστη· όχι τύπους που παθητικά παραδέχτηκες. Κατάστησε τον εαυτό σου σύμφωνο προς εσένα τον ίδιο, και να είσαι πρώτα και κύρια πρόσωπο". Διδασκαλία ατελώς -όπως την ονομάζει ο Ντεζαρντέν- αντρίκεια, όμως, και καλή για να την αφουγκραστούν οι σύγχρονες γενιές, που το πνεύμα τους σήμερα τυχαίνει να είναι αρκετά υψηλό, οι πράξεις τους, όμως, δεν έφτασαν ακόμη, όπως έπρεπε, ως το ύψος αυτού του πνεύματος. Εξάλλου κι ο Ίψεν το παραδέχεται κι ο ίδιος ότι προτείνει καινά δαιμόνια: “Ο δικός μου ο θεός, λέγει, είναι θεός νέος, με μεδούλι, μέσα στα κόκκαλά του".
Τελικά Σχόλια
Ο Γεώργιος Βιζυηνός με το κείμενο του για τον Ίψεν, εκτός του ότι παρουσιάζει τη ζωή, τις απόψεις και το έργο του μεγάλου νορβηγού συγγραφέα, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τα γλωσσικά και πνευματικά πράγματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και ακόμη -έμμεσα ίσως- για τον ίδιο του τον εαυτό. Γράφει συγκεκριμένα ο Βιζυηνός (χρησιμοποιούμε το κείμενο του αυτούσιο): “Μόλις περί το 1830 ήρχισαν οι Νορβηγοί ν' απαλλάσσονται της παροδικής ταύτης καταστάσεως και να κατανοώσιν, ότι, αντί με υπέρογκους επαίνους των αρετών αυτής, ηδύνατο να λαμπρύνωσι την πατρίδα με πολύ καλύτερον τρόπον: πράττοντες ό, τι προ πολλού ήδη ώφειλε να έχη και η Ελλάς πεπραγμένον. Καλλιεργούντες δηλαδή και διαμορφούντες εν τη φιλολογία παν ό, τι φέρει αγνόν και αμιγή τον εθνικόν χαρακτήρα. Τοιουτοτρόπως οι μύθοι του λαού και τα δημώδη άσματα επιμελώς περισυλλεγέντα παρεδόθησαν δια του τύπου κοινόν τοις πάσι κτήμα...” Και λίγο παρακάτω συμπληρώνει: “ελπίζομεν ότι και εν Ελλάδι ποτέ θα γίνη τοιαύτη τις ενιαία εργασία”. Μιλώντας για τον Ίψεν και για τον ξενιτεμό του, γράφει: “Αληθώς "με στήθια ματωμένα" απεκατέστη ο αοιδός εν τη ξένη.
Τω 1866 το Σπόρτιγγ της πατρίδος του εψήφισεν υπέρ αυτού ετησίαν σύνταξιν ποιητού, ην εξακολουθεί να καρπούται ο Ίβσεν μέχρι τούδε”, θα ήταν εντελώς αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο θα ήθελε ο Βιζυηνός και για τον εαυτό του εκ μέρους του Ελληνικού κράτους; Τέλος, μια έμμεση αναφορά στον εαυτό του είναι όσα ακολουθούν: “Λιτότατος τον βιον ζη κατά μόνας. Σιωπηλός και εις εαυτόν συγκεντρωμένος, κατορθώνει να μη έχη σχεδόν χρείαν της κοινωνίας, τούθ' όπερ άλλως και προϋποτίθεται ως όρος πολύ αναγκαίος δια τον αξιούντα να τα ψάλλη εις την κοινωνίαν. Μόνη ευχαρίστησις αυτού είναι να γράφη... Το δημιουργικόν εν τη ιδιοφυΐα του Ίβσεν είναι προ πάντων ηθική ενέργεια... Η δραματική προπάντων μεγαλοφυΐα του Ίβσεν ανεπτύχθη βαθμηδόν και κατ' ολίγον, ως αληθής μεγαλοφυΐα. Ως εκ τούτου και η αξία των έργων αυτού προέβη αυξανομένη μετά του αριθμού των”. Από αυτά τα λίγα στοιχεία που επιλέξαμε, θέλοντας να τονίσουμε την ευρύτητα του Βιζυηνού πνεύματος, φαίνεται και καταδείχνεται η θέση ότι στην Ευρώπη ο Θρακιώτης νέος δεν πήγε απλώς για να πάρει ένα "χαρτί". Γνώρισε όχι μόνο στα βιβλία την Ευρώπη του 19ου αιώνα, όχι μόνο το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Λειψία, αλλά και τις κρύες χώρες του Βορρά που -ως φαίνεται- τόσο συγκίνησαν την ευαίσθητη ψυχή του. Έχω την πεποίθηση ότι τη στιγμή που παρουσίασε στο Ελληνικό κοινό την εργασία του για τον Ίψεν, προέβαινε σε μια συνολική πρόταση για τα πνευματικά πράγματα της χώρας μας. Και επιπλέον, ότι τούτο ήταν ένας δραματικός επίλογος για τη δική του πνευματική πορεία.
1. Θαλασσία μαλακόπτιλος νήσσα ( Sometaria lanugilosa norvegica). Τα πολυάριθμα αυτά πτηνά των βόρειων θαλασσών, κατά την περίοδο της κατοικίας εξέρχονται στις νησίδες και κατασκευάζουν τις φωλιές τους από χονδροειδή υλικά και εσωτερικά τα επενδύουν με τα πούπουλα τους, που είναι πολυτιμότατα για το γέμισμα μαξιλαριών, κτλ. Οι ιδιοκτήτες τέτοιων μικρών νησιών στη Νορβηγία προετοιμάζουν προφυλακτικά καταφύγια για τα πτηνά και τα περιποιούνται ως την εκ-κόλαψη, οπότε συγκεντρώνουν τα πούπουλα από τις φωλιές και τα εμπορεύονται. Αντίθετα, άλλοι λαοί, όπως οι Ισλανδοί, Γροιλανδοί, κλπ., καταδιώκουν τις πάπιες της θάλασσας, αφαιρούν από τις φωλιές τα αυγά και τα πούπουλα, αναγκάζοντάς τες να επαναλάβουν το ξεπουπούλιασμα και το έργο της κατοικίας.
* Πρέπει να εννοεί το φλαμανδό ζωγράφο Μάσαϋς ή Μέτσαϋς (το όνομά του Κοϊντίνος ή ο γιος τον Ιωάννης).
Στίχοι: Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυδάκης
Αλλοίμονο, αλλοίμονο
είμαι φτωχό, είμαι φτωχό
Σ' αυτού του κόσμου τον τροχό
είμ' ορφανό και ξένο
κι αγράμματο θα μένω
Του κάκου λεν υπομονή
πολλοί σαν 'σένα ορφανοί
και δύστυχοι και ξένοι
δεν έμειναν θαμμένοι
Του κάκου γιατί εκείνοι εκεί
ήσαν της τύχης ειδικοί
μα 'μένα το καημένο
μ' έχει λησμονημένο
Και να, ορφάνεψα μικρό
της ξενητιάς το πικρό
με τράνεψε αγέρι
και του Θεού το χέρι
Αν φταίω τ' άκακο εγώ
φωτιά να πέσει να καώ
Θαρρούσα πως χορταίνει
εκείνος που μαθαίνει
Μου είπαν πως εδώ πολλοί
σα δούν έν' άτυχο πουλί
που αγαπά τα φώτα
δεν του γυρνούν τα νώτα
Ε, να λοιπόν στο αψηλό
κατώφλι σας κι εγώ δειλό εκάθισα πουλάκι
μ' αυτό το τραγουδάκι
Δεν σας ζητώ λοιπόν ούτε ψωμί
ούτ' ένα ρούχο στο κορμί
διψώ διψώ τη θεία
αληθινή παιδεία
Σ' αυτού του κόσμου τον τροχό
ναι, εγεννήθηκα φτωχό
εις τη γριάν Ελλάδα
της προκοπής τη δάδα
Όσοι 'στε του γένους οι τρανοί
η τύχη όλα τα φθονεί
και τίποτε δε μένει
εδώ στην Οικουμένη
Αφήσατε την απονιά
βαστούν το δίσκο μου απ' τη μια
οι Μούσες κι απ' την άλλη
ο Λυτρωτής και ψάλλει
Είναι δικό μου τ' ορφανό
και πάνω 'κει στον Ουρανό
δε θα μετανοήσει
όποιος το βοηθήσει
Είναι δικό μου τ' ορφανό
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΖΥΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
“Ο Γεώργιος Βιζυηνός, το θέατρο και ο Ερρίκος Ίψεν”
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος - Συγγραφέας
Αφιερώνεται
στη Μαρία
και στο Χρίστο, που αγαπούν το θέατρο και το Γ. Βιζυηνό.
Πρόλογος
Αναδιφώντας τα σχετικά με το Γεώργιο Βιζυηνό στοιχεία της ζωής και του έργου του, συχνά βρίσκεσαι μπροστά σε εκπλήξεις. Κατανοείς πόσο λίγο ξέρουμε το πνεύμα του μεγάλου άγνωστου Θρακιώτη δημιουργού. Πόσο συνολικό πνεύμα ήταν. Αυτό καθιστά περισσότερο επιτακτική και επείγουσα την ανάγκη για μια συνολική προσέγγιση του έργου του, του λογοτεχνικού, του επιστημονικού, του φιλοσοφικού. Μια πλευρά του Βιζυηνού είναι η σχέση του με το θέατρο και με τον Ερρίκο Ίψεν. Στο πρώτο μέρος της εργασίας μας αυτής αφού περιγράψουμε το θέατρο στην Ελλάδα το 19ο αιώνα, εξετάζουμε τη σχέση του Βιζυηνού και την ασχολία του με το θέατρο. Τέλος, διερευνούμε τον τρόπο εισαγωγής του Ίψεν στην Ελλάδα. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας μεταφέρουμε στη σύγχρονη νεοελληνική την εργασία του Βιζυηνού "Ερρίκος Ίβσεν", που δημοσιεύτηκε στην "Εικονογραφημένη Εστία" το 1892 και είναι η πρώτη εργασία για τον Ίψεν στην Ελλάδα. Η εργασία κλείνει με ορισμένα σχόλιά μας, σχετικά με την πρωτοπόρα αυτή εργασία του Βιζυηνού, που πιστοποιεί όχι μόνο τη σχέση του Θρακιώτη δημιουργού με το ιψενικό πνεύμα αλλά και με την ευρωπαϊκή πνευματική κίνηση και ζωή ευρύτερα.
Ξάνθη, Μάρτιος 1998.
(1)
Ο Τόμας Ντούλης σε μια σύντομη εργασία του "Το σύγχρονο Ελληνικό θέατρο" (εκδ. Κέδρος) γράφει: “Μετά την επανάσταση του 1821, παρουσιάστηκε στο νέο βασίλειο άλλο ένα παράδειγμα της Ελληνικής "ασυνέχειας". Επί αρκετές δεκαετίες οι θεατρικοί συγγραφείς έγραφαν τα έργα τους στην καθαρεύουσα. Αυτή η φαναριώτικη παράδοση, που ήταν σχεδόν αιχμάλωτη του αρχαίου πολιτισμού, είχε σαν έναν από τους κανόνες της την αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι αποκλειστικά και μόνο κληρονόμος του υπέροχου παρελθόντος της. Η δημοτική παράδοση αντίθετα, έφερνε μαζί της μιαν άλλη αλήθεια: Η Ελλάδα η σύγχρονη είναι κράμα πολλών συνεισφορών και αποτέλεσμα πολλών αιτίων. Αν δεν είχε υπάρξει ο Αντώνιος Μάτεσις και 'Ό Βασιλικός" του, όλη η δημιουργία των πρώτων δεκαετιών μετά την επανάσταση θα ήταν για μας κρυμμένη πίσω από ένα φοβερό εμπόδιο, το γλωσσικό παραπέτασμα. Δυστυχώς, όσο περνάει ο καιρός, τόσο οι μάταιες προσπάθειες εκείνων των καλοπροαίρετων συμπατριωτών μας φαίνονται θλιβερές, ξένες προς εμάς, στερημένες από βαθύτερο νόημα κι ανθρώπινη ζωντάνια. Στο τέλος του 19ου αιώνα με την άνοδο του δημοτικισμού, σοβαροί θεατρικοί συγγραφείς άρχισαν να παρουσιάζουν έργα τους στην εθνική γλώσσα.” Θα επιχειρήσουμε, μέσα σ' αυτό το γενικό πλαίσιο, να διερευνήσουμε τη σχέση του Γεώργιου Βιζυηνού με τα θεατρικά πράγματα της εποχής του και κύρια σε σχέση με την παρουσίαση του Ερρίκου Ίψεν στο ελληνικό κοινό.
(2)
Δεν είναι πολύ γνωστό πως ο Γεώργιος Βιζυηνός είχε ιδιαίτερες σχέσεις με το θέατρο, τη θεατρική τέχνη και πριν μεταβεί στην Ευρώπη, αλλά πολύ περισσότερο μετά την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα. Το Σεπτέμβρη του 1873 ο Βιζυηνός βρίσκεται στην Αθήνα, μαθητής στο γυμνάσιο της Πλάκας, στην τελευταία τάξη, ήδη εικοσιτεσσάρων χρονών. Μαζί του κουβαλά τον "Κόδρο", που στα 1874 υποβάλλει στο Βουτσιναίο διαγωνισμό, όπου βραβεύεται με εισηγητή το γιατροφιλόσοφο και φαρμακολόγο Θεόδωρο Αφεντούλη. Την ίδια χρονιά ο Βιζυηνός αποφοιτεί από το Γυμνάσιο και εγγράφεται στη φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Απογοητεύεται, όμως, και το Σεπτέμβρη του 1875 παίρνει αποδεικτικό σπουδών και τον άλλο μήνα φτάνει για σπουδές στη Γοτίγγη. Το Μάη, λοιπόν, του 1875, πριν από την αποχώρηση του, συμμετέχει στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με τη (χαμένη) πεντάπρακτη τραγωδία "Διαμάντω", με εισηγητή τον Αφεντούλη, που δε βραβεύεται. Η αποτυχία αυτή δεν εμπόδισε το Βιζυηνό να συμμετάσχει στο Βουτσιναίο την επόμενη χρονιά με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" που βραβεύεται. Στην Ευρώπη ο Βιζυηνός έζησε δέκα χρόνια περίπου, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία. Στη Λειψία, ανάμεσα σε άλλους, παρακολούθησε το Ribbeck για Αριστοφάνη, Curtius για ιστορία αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Lipsius για Ασχύλο, ενώ από τον Overbeck διδάχτηκε ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης και μυθολογία.
“Παράλληλα, παρακολουθούσε την πνευματική ζωή της Γερμανίας, μελετούσε τα κείμενα των Γερμανών κλασικών και τα νεότερα κείμενα κι η καρδιά του φούσκωνε από δημιουργική ορμή” (Ι. Μ Παναγιωτό-πουλος). Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τις επαφές του Βιζυηνού με την πνευματική ζωή της τότε Ευρώπης. Ο Ρόντερικ Μπήτον (στο άρθρο του "Ο Βιζυηνός και ο Ευρωπαϊκός ρεαλισμός") σημειώνει: "Οι Έλληνες συγγραφείς των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, μεταξύ των οποίων και ο Βιζυηνός είχαν σαφώς υπόψη τους τη διεθνή εξέλιξη του λογοτεχνικού ρεαλισμού, και θα υποστήριζα, ότι ο Βιζυηνός ήταν ο πρώτος που την εκμεταλλεύτηκε και διεύρυνε μ' ένα πρωτότυπο και ξεχωριστό τρόπο" και παρακάτω συμπληρώνει: "Το μεγαλύτερο μέρος του Ευρωπαϊκού ρεαλισμού το οποίο επικεντρώνεται, όπως η Ελληνική ηθογραφία, στην αγροτική ζωή, χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του ρεαλισμού ακραία με σκοπό να τις ανατρέψει, κι αυτό ακριβώς κάνει και ο Βιζυηνός". Μπορούμε να αναφέρουμε τη σχέση του και τη γνωριμία του με τα έργα των Γκαίτε, Σίλερ, Σαίξπηρ, του Βάγκνερ και Χάινε. Ειδικότερα ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει: "Ενδιαφέρεται και για τη μουσική. Προσπαθεί να συλλάβει την ουσία του έργου του Wagner. Βυθίζεται στα βιβλία του Nietzsce... Ύστερα από τη γερμανική “παιδεία” η πολυτάραχη πνευματική ζωή του Παρισιού. Ο Βιζυηνός ζει τη στερνή περίοδο του ρομαντισμού". Ο Κώστας Θρακιώτης, εξάλλου, καταλήγει σ' ένα λογικό συμπέρασμα: "Ιδιαίτερα τον έθελγε η Ψυχολογία και η Αισθητική που αφιερώθηκε σ' αυτές με αληθινό επιστημονικό πάθος. Μα τα ενδιαφέροντα του πλαταίνουν και δεν εξαντλούνται στην τυπική παρακολούθηση μόνο των σπουδών.
Κανένας στην εποχή του δε στάθηκε τόσο πλούσια μορφωμένος και καλλιεργημένος όσο ο Βιζυηνός. Σαν "άνθρωπος πλήρης" με την κυριολεξία της λέξης, είχε ακριβή συνείδηση της αξίας που προσφέρει η πολύπλευρη πνευματική ολοκλήρωση- αισθητική, λογοτεχνική, φιλοσοφική και κοινωνική. Παρακολουθεί θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες. Γίνεται πραγματικός κοσμοπολίτης". Όλα τούτα, πολύ εύστοχα, μπορούμε να τα ανιχνεύσουμε σε δύο μεταγενέστερες εργασίες του Γ. Βιζυηνού: "Ερρίκος Ίβσεν" (1892) και "Ανά τον Ελικώνα - Βαλλίσματα" (1894), δημοσιευμένες και οι δύο στην "Εικονογραφημένη Εστία". Για την εργασία του σχετικά με τα βαλλίσματα, τις μπαλάντες, όπως είναι γνωστές σε μας σήμερα, θα είμαστε πολύ συνοπτικοί, εξετάζοντας μόνο τη σχέση του με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο Βιζυηνός στην εργασία του αυτή εξετάζει τη γένεση του βαλλίσματος, αναφέρεται σε ελληνικά παραδείγματα και στη συνέχεια επιμένει σ' άλλες χώρες της Ευρώπης: Ιταλία, Γαλλία, Προβηγκία, Σκωτία, Αγγλία, Σκανδιναβικές χώρες, Γερμανία. Μεταφράζει πολλές μπαλάντες λαϊκές αλλά και επώνυμων δημιουργών (Δάντη, Πετράρχη, Γκέτε, Χάινε, Ούλαντ). Ανάμεσα τους ένα Σκαλδινό βάλλισμα, δύο Νορβηγικά και ένα επίσης Σουηδικό. Ο Κωστής Παλαμάς, σχετικά με την εργασία αυτή του Βιζυηνού για τα βαλλίσματα, σημειώνει: "Στη φιλολογική "Εστία" του 1894 ο Βιζυηνός μέσα σε μιαν πλατιά απλωμένη ιστορική και καλολογική μελέτη για τα Βαλλίσματα, μας παρουσίασε μεταφραστικά δείγματα πολλών ποιημάτων του είδους αυτού, μας εξήγησε την τεχνική και την αισθητική τους, και τίτλος τιμής είναι γι' αυτόν πως έμπασε μέσα στην ποίησή μας τα βαλλίσματα και με το νόημα και με την ανάπτυξη που δίνει στην μπαλάντα ο κοσμοξακουστός στοχαστής."
(3)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός "κατά καιρούς απήγγελλε ποιήματά του στην Αθήνα και μια φορά στο Παρίσι, προκειμένου να γνωριστεί με τους φιλολογικούς κύκλους", σημειώνει η σημαντική ερευνήτρια Κυριακή Μαμώνη. Από σχετικό άρθρο της (στο αφιέρωμα του περιοδικού "Διαβάζω", τ. 278/9-1-92, "Νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού") πληροφορούμαστε για τη θεατρική δραστηριότητά του. Για τα θέματα αυτά καταφεύγουμε και στο μοναδικό βιβλίο 'Το αρχαίο θέατρο στη Νέα ελληνική σκηνή, 1817-1932", 1976 του Γ. Σιδέρη. Έτσι θα παρακολουθήσουμε τη θεατρική παρουσία του Βιζυηνού πριν από την εργασία του για τον Ίψεν. Στις 29 Απριλίου 1882 ο Βιζυηνός πρωταγωνίστησε στην κωμωδία του Δ.Α. Κορομηλά "Κακή Ώρα", σε παράσταση που δόθηκε στα ανάκτορα μπροστά στους βασιλιάδες και άλλους επισήμους. Μετά την παράσταση, στο δείπνο που ακολούθησε, απάγγειλε ποιήματά του. Και για την παράσταση και για τις απαγγελίες τις επόμενες μέρες δημοσιεύτηκαν σχόλια εναντίον του Γ. Βιζυηνού. Λίγα χρόνια μετά, στα 1888 αναφέρεται παράσταση του ερασιτεχνικού θιάσου Δ. Κορομηλά με την "Αντιγόνη" στα αρχαία, με την ευκαιρία της 25ετίας του Γεωργίου Α'. Η σκηνοθεσία ήταν του Κορομηλά και βοηθός ήταν ο Γ. Βιζυηνός, που δίδασκε “αισθητική ανάλυση" ή σε “αισθητική ερμηνεία Γ. Βιζυηνού”. Από τις πληροφορίες που έχουμε, τα ίδια χρόνια ο Γ. Βιζυηνός ήταν "γυμναστής των ηθοποιών" του θιάσου του Δ. Κορομηλά. Τέλος, στα 1890 ο Βιζυηνός διορίζεται καθηγητής της ρυθμικής και της δραματολογίας στο Ωδείο της Αθήνας. Ο διευθυντής του, ο Γεώργιος Ν. Νάζος, είναι πολύ στενός φίλος του. Η Κυριακή Μαμώνη σημειώνει ότι "έγινε διευθυντής του δραματικού τμήματος του Ωδείου Αθηνών".
Μετά απ' όλα τα στοιχεία αυτά, μάλλον, δεν πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Παν. Μουλλά, που θεωρεί "περιστασιακή" την απασχόληση του Βιζυηνού με το θέατρο.
(4)
Για να αξιολογήσουμε τη σημασία του άρθρου του Βιζυηνού για τον Ίψεν, δημοσιευμένο στα 1892, αναφέρουμε την παρατήρηση του Κωστή Παλαμά ("Εφημερίς", 20 Ιουλίου 1892) την ίδια χρονιά που δημοσιεύτηκε (να λάβουμε υπόψη ότι στις 14 Απριλίου 1892 ο Βιζυηνός εκγλείεται στο "Δρομοκαΐτειον θεραπευτήριον"). Γράφει, λοιπόν, ο Παλαμάς: “Ποίος δεν ανέγνωσεν εν τη "Εστία" την ακριβολόγον μελέτην του περί του Ίψεν, του μεγάλου δραματογράφου της Νορβηγίας, πρώτην φοράν γνωριζομένου επισταμένως εις το ελληνικόν κοινόν;” Στις μέρες μας ο Παν. Μουλλάς, ο σημαντικότερος σύγχρονος μελετητής του έργου του Γ. Βιζυηνού θεωρεί "χαρακτηριστικό" το άρθρο αυτό για τον Ίψεν, ενώ σε άλλο σημείο της εισαγωγής του γράφει: “Αλλά και στο κατώφλι του Φρενοκομείου ο Βιζυηνός - λαογράφος επιμένει. Όταν στα 1892, γράφοντας για τον Ίψεν, επαινεί τους Νορβηγούς Ρ. Ch. Asbjoernson και Joergen Μοe που συνέλεξαν "παλαιάς του λαού παραδόσεις και παραμύθια", ελπίζει ακόμη "ότι και εν Ελλάδι ποτέ θα γείνη τοιαύτη τις ενιαία εργασία" εις τίνας αυτών αρετάς οφείλουν οι δύο μνησθέντες συλλογείς την επιτυχίαν του έργου, ίνα και παρ' ημίν εις τοιούτους μόνον άνδρας ανατεθή η εκτέλεσίς του". Η σημασία της παρέμβασης αυτής του Βιζυηνού μπορεί να εξετασθεί σε δύο επίπεδα: θέατρο και νεοελληνικός πολιτισμός. Και στα δύο, το πρωτοποριακό Βιζυηνό πνεύμα αναδεικνύεται. Στα 1892, που δημοσιεύτηκε το άρθρο και ο Βιζυηνός εγκλείεται, ο Ερρίκος Ίψεν είχε ήδη φτάσει στο απόγειο της δόξας του. Από το 1849-50 που γράφει σε ηλικία 21 ετών τον "Κατιλίνα" και ανεβαίνει στη Χριστιανία, το σημερινό Όσλο, ύστερα από μια ενδιαφέρουσα και έντονη ζωή, μακρόχρονα ταξίδια, ως το 1891 που επιστρέφει στη Νορβηγία και ζει ως τις 23 Μαΐου 1906 στη Χριστιανία οπότε πεθαίνει, ο Ίψεν έγινε εκφραστής του "προβληματισμένου" ή "νατουραλιστικού" θεάτρου.
Ο ίδιος στα 1882, τη χρονιά που ανέβηκαν οι "Βρυκόλακες" το σημαντικότερο νατουραλιστικό δράμα", L. R. Furst και Ρ.n.Skrine, Νατουραλισμός") γράφει ο Ίψεν: “Η πρόθεσή μου ήταν να προσπαθήσω να δώσω στον αναγνώστη την εντύπωση ότι δοκιμάζει ένα κομμάτι από την πραγματικότητα. Τίποτε, όμως, δε θα βοηθούσε περισσότερο την πρόθεση αυτή από την παρεμβολή των ιδεών του συγγραφέα στο διάλογο... Σε κανένα, εξάλλου, έργο μου ο συγγραφέας δεν είναι τόσο ξένος, τόσο τέλεια απών". Ο Κωστής Παλαμάς (που εκτός από κριτικός της λογοτεχνίας, ήταν και πρωτοποριακός κριτικός θεάτρου, όπως ο Κ. Γεωργουσόπουλος σημειώνει,"Ο Παλαμάς κριτικός του θεάτρου", περ. "Η Λέξη", τ.144/1993) σε άρθρο του 1902 "Η Ηθική του θεάτρου" γράφει: "Και οι δύο κορυφαίοι της Σκανδιναβικής ψυχής, ο ασύγκριτος Ίψεν και ο Βγιόρνσον, φέρουνε στην σκηνή τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνικής ηθικής και των ατομικών δικαιωμάτων, και πολλές φορές μονομαχούνε με τα έργα του, και ξετυλίγουν, τούτος τα υπέρ, εκείνος τα κατά μιας ιδέας". Στο ίδιο κείμενο, παρακάτω:. “Αλλά στέκουν πιο ψηλά τ'αναστήματα του Αισχύλου, του Σαίξπηρ, του Ίψεν (περιορίζομαι στα δύο-τρία πρότυπα του δραματικού ύψους)" φαίνεται η βαθιά εκτίμηση που δείχνει ο Παλαμάς προς τον Ίψεν. Εξάλλου, σε κείμενο του 1906 ο Παλαμάς στο "Γράμμα για τον Ίψεν" αναφέρεται στο ρόλο του Ίψεν στην Ελλάδα: “Τελειώνω σημειώνοντας, πως αν είναι γραφτό, γλήγορα ή αργά, να ξανανθίσει σ' εμάς εδώ δραματική Τέχνη άξια- και κάποια καλά σημάδια εδώ και λίγα χρόνια μας λένε πως δεν πρέπει ν' απελπιζόμαστε- οι αντιπρόσωποι της τέχνης αυτής, και οι πιο πρωτότυποι και οι αγνότεροι ακόμα της ρωμαίικης ψυχής αντίλαλοι, θα είναι περισσότερο του Ίψεν απόγονοι όσο δε θα είναι του Βερναρδάκη ή του Ραγκαβή".
Ποια είναι τα "καλά σημάδια" θα δούμε στη συνέχεια. Ο Νίκος Σβορώνος ("Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας") μιλώντας για την τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα γράφει: “Οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας ανάμεσα στα χρόνια 1875 και 1909 τροποποίησαν βαθιά τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, και, προκαλώντας τη γένεση άλλων, τόνισαν τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Η ελληνική αστική τάξη ξεπερνά για πρώτη φορά το εμπορευματικό στάδιο... Την πληθώρα των κομμάτων, που είχαν κέντρο ένα ισχυρό αρχηγό χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, διαδέχονται, από το 1880 περίπου, δυο πολιτικοί σχηματισμοί με σαφέστερες τάσεις τα προδευτικά στοιχεία της αστικής τάξης, οι διανοούμενοι και μεγάλο μέρος του λαού συγκεντρώνονται γύρω απ' το Χαρίλαο Τρικούπη· οι συντηρητικοί κι οι δυνάμεις του παλιού πολιτικού κόσμου συγκεντρώνονται γύρω απ' τον Κουμουνδούρο”. Όσον αφορά τα πολισμικά προβλήματα ο Ν. Σβορώνος διαπιστώνει ότι "Το βασικό πρόβλημα είναι η αναζήτηση μιας συνολικής εποπτείας του Ελληνισμού κατά βάθος και πλάτος... Η γενιά του 1880 κατανοεί καθαρά τους δεσμούς ανάμεσα σ' αυτά τα διασκορπισμένα στοιχεία, τα τακτοποιεί σε μια συγκροτημένη διδασκαλία, βασισμένη στη γλωσσολογία, επιστήμη νέα, και δίνει στη θεωρία πρακτική, και μάλιστα πολιτική, θεμελίωση. Το κίνημα του δημοτικισμού γίνεται το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής πνευματικής ζωής ως το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και προκαλεί ως τις μέρες μας ζωηρό ενδιαφέρον.
Το κίνημα του δημοτικισμού, συλλογικό έργο πολλών γενιών και με χαρακτήρα γνήσια ελληνικό, ενώνει απ' την αρχή όλες τις ανανεωτικές δυνάμεις και περικλείνει δυνάμει όλες τις τάσεις, τις συχνά αντιτιθέμενες, συντηρητικές ή επαναστατικές, της νεοελληνικής σκέψης, που θ' αποδεσμευτούν προοδευτικά για ν' ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο. Σημείο εκκίνησης μένει πάντα το εθνικό πρόβλημα". Είδαμε στην αρχή του κειμένου μας (§1) το νεοελληνικό θέατρο γενικά, μετά το 1821. Εκτός από τα καθαρευουσιάνικα κείμενα της περιόδου, ανθεί το κωμειδύλλιο, ηθογραφικά, ποιμενικά, δραματικά έργα. Ο Λίνος Πολίτης στην "Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" σημειώνει ότι το 1896 πεθαίνει το κωμειδύλλιο και γεννιέται νέο θέατρο με επίδραση του Ίψεν. Ήδη το 1894 έχουμε το έργο του Αργύρη Εφταλιώτη "Βουρκόλακος" με επιδράσεις από το νατουραλισμό και τον Ίψεν.Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος επηρεάζεται στα θεατρικά του από τον Ίψεν (χωρίς να το παραδέχεται), το ίδιο ο Γ. Καμπύσης, ο Σπ.Μελάς, ο Π. Νιρβάνας, ο Παντ. Χορν, ο Νίκος Καζαντζάκης, που κινείται μέσα στο πνεύμα του "θεάτρου Ιδεών" και τον είχαν επηρεάσει "ιδιαίτερα στη δόμηση ενός έργου με ιδεολογικό περιεχόμενο". Τα τελευταία χρόνια του 19ου και τα πρώτα του 20ου οι ιδέες που κυκλοφορούν πλατιά είναι του σοσιαλισμού, του νιτσεϊσμού, που στο χώρο του θεάτρου παντρεύτηκαν συχνά με τον Ίψεν. Η πνευματική ζωή ήταν προσανατολισμένη προς τη Γερμανία. Τα περιοδικά της περιόδου Τέχνη" και "Διόνυσος" πρόβαλαν τους γερμανούς λογοτέχνες και όσους ήταν επηρεασμένοι από τους γερμανούς, όπως Ίψεν, Στρίντμπερκ και Χάμσουν. Έργα τους μεταφράζονται και παρουσιάζονται στη σκηνή. Η πρώτη παράσταση έργου Ίψεν στην Αθήνα είναι από τον Βονασέρα, "Βρυκόλακες" 29 Οκτωβρίου 1894.Ήταν της μόδας τότε ξένοι θίασοι να παρουσιάζονται στο αθηναϊκό κοινό.
Ο Δημ. Σπάθης, μιλώντας για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, γράφει: "Δύο παραστάσεις στο -τέλος του 1894 είναι σημαδιακές. Οι "Βρυκόλακες" του Ίψεν με τον Βονασέρα και το "Κράτος του Ζόφου" του Τολστόη. Για το έργο του ρώσου κλασικού δεν ήταν ακόμα η στιγμή. Ήταν όμως η ώρα του Σκανδιναβού, ήδη από το 1892, χάρη σ' ένα άρθρο του Γ. Βιζυηνού στην "Εστία, η φήμη του Ίψεν είχε φτάσει στην Ελλάδα και το ενδιαφέρον της νέας διανόησης γι'αυτόν δεν είχε πάψει να μεγαλώνει" το 1898 παίζεται η "Έδδα Γάβλερ" στην Αθήνα από ξένο θίασο επίσης, με την Ντούζε. Το 1901 ο Κων.Χρηστομάνος στη "Νέα Σκηνή" του ανεβάζει το ίδιο έργο, και άλλα του Ίψεν ενώ το "Βασιλικό θέατρο" στο διάστημα 1901- 1908 ανεβάζει Ίψεν και Μπγιέρσον.Ο μεγάλος Θωμάς Οικονόμου στα 1909 ανεβάζει "Βρυκόλακες" του Ίψεν. Γενικά στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα παίζεται ο Ίψεν, αλλά όχι πάντα με επιτυχία. Αυτά είναι μερικά από τα "καλά σημάδια", στα οποία αναφέρθηκε ο Κωστής Παλαμάς στο "Γράμμα για τον Ίψεν".
Δημοσιευμένες εργασίες Θανάση Μουσόπουλου για το Γεώργιο Βιζυηνό:
1. Ο Κωστής Παλαμάς για το Γεώργιο Βιζυηνό, περ. "θρακικά Χρονικά", τ. 42, σελ. 32-36.
2. Θρακιώτες Αισθητικοί, περ. "θρακικά Χρονικά", τ. 44, σελ. 27-33.
3. Γ.Βιζυηνός: Εκατό χρόνια από το θάνατό του, εφημ. "Εμπρός" (Μάης 1996), "Νουμάς" (Φ.43, Απρίλης Μάης 1996), "Τα Μετέωρα" (Φ.111, 6 Σεπτεμβρίου 1996)
4. Προσέγγιση στη ζωή και στο έργο του Γ.Βιζυηνού, περ. "Φοροτεχνική και θρακική Προσέγγιση", τ. 23, Μάρτιος 1996, σελ 82-88.
5. Η θέση του Γ. Βιζυηνού στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, περ. "θρακική Επετηρίδα" τ. 10, 75-86
6. “... μα την ιδέα της τέχνης την θυμούμαι”, περ. "Εξώπολις", τ. 5, σελ. 162-166.
7. Ο Βιζυηνός Λαογράφος: "Οι Καλόγεροι", περ. "Φοροτεχνική και θρακική Προσέγγιση", τ. 24, σελ. 78-83, και τ. 25, σελ. 102- 108.
8. Ελάτε να γνωρίσουμε το Γεώργιο Βιζυηνό, Βιβλίο Έκδοση Νομαρχίας Ξάνθης, 1996, σελ. 40-43
9. Ο Άγγελος Σικελιανός για το Γεώργιο Βιζυηνό: Το πνεύμα της αυθεντικής ελληνικής ενότητας, περ. "Γιατί" τ. 253-4, Ιούλιος- Αύγουστος 1996, σελ. 40-43.
10. "Πρωτομαγιά", ένα αγνοημένο κείμενο του Γ. Βιζυηνού, περ. "Φοροτεχνική και θρακική Προσέγγιση" τ. 26, Ιούνιος 1996, σελ. 93-97, και τ. 27-28, Ιούλιος- Αύγουστος 1996, σελ. 115-119.
11. Αέναη συναίρεση αντιθέτων στο έργο του Γ. Βιζυηνού και "Το μόνον της ζωής του ταξίδιον". Εισήγηση σε Ημερίδα Νομαρχίας Ξάνθης 13-10-96, δημοσιευμένη στο βιβλίο "Προσέγγιση στο Γεώργιο Βιζυηνό", έκδ. Νομαρχίας Ξάνθης 1997, σελ. 29-37.
12. Αφιερώματα περιοδικών στο Γεώργιο Βιζυηνό, περ. "Ενδοχώρα", ειδ. Τεύχος 3, σ. 143-147
13. Γεώργιος Βιζυηνός - Ο Πρωτοπόρος Λαογράφος - Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου στη Θράκη, Έκδοση: "θρακικές Λαογραφικές Εορτές", Ξάνθη, 1999.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)