Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ευγένιος Ευγενίδης από το Διδυμότειχο της Θράκης




Ο Ευγένιος Ευγενίδης του Αγαπίου και της Χαρίκλειας, το γένος Αφεντάκη, γεννήθηκε στο Διδυμότειχο στις 22 Δεκεμβρίου 1882. Ο πατέρας του ήταν ανώτατος δικαστικός και φρόντισε να λάβει ο γιος του καλή αγωγή, εμπνέοντας ταυτόχρονα σ' αυτόν από μικρή ηλικία τα βασικά στοιχεία μιας ευρείας ανθρωπιστικής μόρφωσης.


Μετά την ολοκλήρωση της βασικής του εκπαίδευσης ο Ευγένιος Ευγενίδης μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και ενεγράφη στο αμερικάνικο Robert College όπου "συνεπλήρωσε τα εφόδια με τα οποία ενισχύθη η οξεία ευφυΐα του και πολυσύνθετος προσωπικότης". Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του εργάστηκε για τρία χρόνια στον εμπορικό οίκο "Doro's Brothers" της Πόλης και στην συνέχεια, το 1904, στο μεγάλο ναυτικό πρακτορείο "Reppen" του οποίου τη διεύθυνση ανέλαβε μετά από δύο χρόνια. Χάρις στην ευφυΐα και τη φιλοδοξία που τον χαρακτήριζαν, σε σύντομο χρονικό διάστημα γίνεται συνεταίρος εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στην εισαγωγή ξυλείας. Παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητες του και έχοντας διαπιστώσει την ανάγκη για φορτηγίδες ο αριθμός των οποίων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν επαρκής, δημιουργεί το δικό του ναυπηγείο στον Κεράτιο κόλπο, στο οποίο και ναυπηγεί 24 φορτηγίδες.

Το ενδιαφέρον του για την εισαγωγή και εμπορία ξυλείας από τις Σκανδιναβικές χώρες τον έφερε σε επαφή με μία από τις μεγαλύτερες εφοπλιστικές και ναυπηγικές εταιρίες της χερσονήσου, την Μπρόστρομ Κονσέρν. Η γνωριμία αυτή του ανοίγει το δρόμο για την καθεαυτού ναυτιλιακή δραστηριότητα μέσω της πρότασής του να οργανώσει ο ίδιος την γραμμή που θα συνδέει την βόρεια Ευρώπη με την Εγγύς Ανατολή, την οποία και αποδέχθηκαν οι Σκανδιναβοί συνεργάτες του. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι η ίδρυση, το 1907, του "Σκανδιναβικού Πρακτορείου Εγγύς Ανατολής".

Μια σειρά από επιτυχείς επιχειρηματικές δραστηριότητες κατέστησαν τον Ευγένιο Ευγενίδη έναν από τους πιο αξιόλογους οικονομικούς παράγοντες της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα τραγικά γεγονότα του 1922. Την περίοδο εκείνη αναγκάζεται, όπως και χιλιάδες άλλοι ομογενείς της Πόλης, να την εγκαταλείψουν και μαζί με τους Μικρασιάτες να ζητήσουν άσυλο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Σε ηλικία 40 ετών, με μεγάλη πείρα και εκτενείς γνωριμίες ανά τον κόσμο, ο Ευγένιος Ευγενίδης ξεκινά τον δεύτερο κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας με έδρα το λιμάνι του Πειραιά και αντικείμενο, πέραν της ξυλεμπορίας, τη γενική πρακτόρευση της Σουηδικής Ανατολικής Γραμμής (Svenska Orient Line - SOL). Εμμένοντας στην αρχή του να συνδυάζει το εμπόριο με τις μεταφορές, καταφέρνει να επιτύχει την ανάπτυξη της γραμμής, εκμεταλλευόμενος τα πρώτα πλοία μεταφοράς ξυλείας που εισάγει από τη Σουηδία. Στην πορεία αυτής της συνεργασίας, το Σκανδιναβικό Πρακτορείο που χειρίζεται τα συμφέροντα της SOL στην Εγγύς Ανατολή, αναπτύσσεται σημαντικά και καθίσταται υπόδειγμα οργανισμού πρακτόρευσης για ολόκληρη την Μεσόγειο και όχι μόνο, καθώς σύντομα οι δραστηριότητες της εταιρίας απλώνονται στην ανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής αλλά και στην Νότια Αφρική. Η επιτυχία του Σκανδιναβικού Πρακτορείου Εγγύς Ανατολής, όπως πια ονομάζεται η εταιρία, δίνει τέτοια ώθηση στο εμπόριο και τις μεταφορές ώστε καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ανανέωση και αύξηση του στόλου της εταιρίας SOL και την ένταση της διαχειριστικής δραστηριότητας του Ευγένιου Ευγενίδη που αφορά στα πλοία αυτά και την πρακτόρευσή τους εντός της Μεσογείου.

Πέραν όμως από την επιτυχημένη επιχειρηματική του παρουσία στον Ελλαδικό χώρο, ο Ευγενίδης γίνεται αρωγός της ανάπτυξης διμερών σχέσεων με όλες τις Σκανδιναβικές και Βαλτικές χώρες. Αβίαστο αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν από την μια η ίδρυση δύο γραμμών οι οποίες συνέδεαν αντίστοιχα την Φιλανδία και την Πολωνία με την Ελλάδα, και από την άλλη ο διορισμός του το 1926 ως γενικού προξένου της Φιλανδίας στην χώρα μας.

Παράλληλα με τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητες οι οποίες συμπεριλάμβαναν την πρακτόρευση και διαχείριση πλοίων ξένων εταιριών, το 1937 ο Ευγενίδης αγόρασε το πρώτο του σκάφος, το υπό ελληνική σημαία Α/Π "Αργώ", ξεκινώντας επίσημα πια τη δράση του στο χώρο του εφοπλισμού. Το πλοίο αυτό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο έξω από το λιμάνι του Cape Town, στην Νότια Αφρική. Γενικότερα αξίζει να σημειωθεί ότι τη δεκαετία 1929-1939 ο Ευγένιος Ευγενίδης διετέλεσε πρόεδρος πολλών ελληνικών και ξένων ναυτιλιακών επιχειρήσεων και οργανισμών.

Λίγο πριν την κατοχή της χώρας μας από τα στρατεύματα των εισβολέων, ο Ευγενίδης φεύγει από την Ελλάδα μεταφέροντας μαζί του και τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του. Αρχικά φτάνει στην Αίγυπτο και από εκεί στην Νότια Αφρική και εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της Cape Town όπου και οργανώνει ιδιαίτερο πρακτορείο το οποίο με το ιδιόκτητο φορτηγό του "Αργώ" λειτουργεί τακτική γραμμή με τη Νότιο Αμερική. Στην συνέχεια μετακομίζει στο Buenos Aires της Αργεντινής από όπου και συνεχίζει καθ' όλη την διάρκεια του πολέμου τη διαχείριση των πλοίων του Σουηδικού εφοπλιστικού οίκου "Μπροστρομ". Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ευγενίδης προετοιμάζει την μεταπολεμική του εξόρμηση. Προβλέπει τις οικονομικές και ναυτιλιακές εξελίξεις που ακολουθούν το τέλος του πολέμου και προσαρμόζει αναλόγως τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ευθύς μετά τον πόλεμο επιστρέφει στην Ευρώπη και με έδρα την Γένοβα ιδρύει την εταιρία "Home Lines" με σκοπό να εξυπηρετήσει το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα από την κατεστραμμένη Ευρώπη προς άλλες ηπείρους. Τα τέσσερα υπερωκεάνια που σύντομα αποκτά η εταιρία δρομολογούνται αρχικά προς τη Νότιο Αφρική και την Αυστραλία και στην συνέχεια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά καταφέρνοντας γρήγορα να κατακτήσουν την Τρίτη θέση της επιβατικής κίνησης στην γραμμή του Βόρειου Ατλαντικού.

Το 1947 μεταφέρει εκ νέου την έδρα των δραστηριοτήτων του στο Vevey της Ελβετίας από όπου και διευθύνει τις ανά των κόσμο επιχειρήσεις του. Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου το 1949 και το κλίμα πολιτικής σταθερότητας που σιγά σιγά αναπτύσσεται στην Ελλάδα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επιστροφή του Ευγένιου Ευγενίδη στην πατρίδα. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται στα μέσα του 1953 και είναι συνυφασμένη με την τότε κυβερνητική προσπάθεια για επαναπατρισμό της ναυτιλίας, καθιστώντας τον ως τον πρώτο εφοπλιστή που έδωσε το παράδειγμα επαναπατρισμού πλοίου του, εγγράφοντάς το μεταπολεμικά εις το ελληνικό νηολόγιο.

Από τον Πειραιά και πάλι ξεκινά μια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα που αφορά την διάνοιξη γραμμής συνδέουσας την Ελλάδα με την Νότιο Αμερική. Το πρώτο δρομολόγιο της γραμμής αυτής πραγματοποιείται την 13η Νοεμβρίου του 1953 από το υπό ελληνική σημαία νεότευκτο πλοίο "Αθήναι" το οποίο αγοράστηκε από το κράτος σε πλειοδοτικό διαγωνισμό καταβάλλοντας τίμημα κατά 37,2% μεγαλύτερο από τον αμέσως επόμενο ενδιαφερόμενο. Μετά το επιτυχές αυτό εγχείρημα και μετά από σχετικό αίτημα της τότε κυβερνήσεως, ο Ευγενίδης υψώνει τη γαλανόλευκη στο υπερωκεάνιο "Ατλάντικ" και την 4η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους υπογράφει σχετική σύμβαση με την οποία η Ελλάδα αποκτά μια σύγχρονη γέφυρα που την συνέδεσε με τον Νέο Κόσμο και τα ξενιτεμένα παιδιά της.


Η επιστροφή του στην πατρίδα δεν συνοδεύεται μόνο από επιτυχημένες επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλά και από μια σειρά φιλανθρωπικές προσπάθειες που είχαν σκοπό την έμπρακτη συμπαράσταση σε δεινοπαθούντες συνανθρώπους του. Η πρώτη ευκαιρία δόθηκε τον Αύγουστο του 1953 όταν μετά τους καταστροφικούς σεισμούς των Ιονίων νήσων πρόσφερε σημαντικά ποσά στους σεισμοπαθείς τόσο εξ ιδίων πόρων όσο και δια της μεσολαβήσεώς του στις σκανδιναβικές χώρες. Η συνέχεια της ανθρωπιστικής του δραστηριότητας, παρότι επί το πλείστον ηθελημένα άγνωστη στο ευρύ κοινό, ήταν εξίσου έντονη μέχρι το τέλος της ζωής του το 1954.

Μετά το θάνατο του Ευγένιου Ευγενίδη, τη διοίκηση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων ανέλαβε ένας από τους στενότερους συνεργάτες και αναδεκτός του ο Νικόλαος Βερνίκος, ο οποίος σύμφωνα με την επιθυμία του έφερε από τότε ως δεύτερο επώνυμο το Ευγενίδης. Συνεχιστή του φιλανθρωπικού του έργου κατέστησε την αδελφή του Μαριάνθη Γ. Σίμου, η οποία ως εκτελεστής της διαθήκης του ανέλαβε την ολοκλήρωση και στην συνέχεια τη διαχείριση του ομώνυμου ιδρύματος το οποίο βάση της επιθυμίας του Ευγενίδη είχε σκοπό να "συμβάλλει εις την εκπαίδευσιν νέων ελληνικής ιθαγένειας εν επιστημονικώ και τεχνικώ πεδίω".

Πηγή: Ίδρυμα Ευγενίδου, Εκπαιδευτικό Κοινωφελές Ίδρυμα.


Γράφει ο Σπύρος Μελάς το 1954 στην «Εστία»: «Από τα θρανία της Ροβερτείον Σχολής όπου εμαθήτευσε πρωτεύων, μου εξομολογήθη κάποτε (ο Ευγένιος Ευγενίδης),όταν τον πρωτογνώρισα ως γενικόν πρόξενο της Φιλανδίας στην έπαυλη της Γλυφάδας, ότι ονειροπολούσε να κερδίσει άφθονο χρήμα, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για να μπορεί να φαίνεται χρήσιμος και στους άλλους. Το έκανε σαν αληθινός χριστιανός και πατριώτης, αθόρυβα, μυστικά. Ενέδιδε σε όσες αιτήσεις αφορούσαν σε πράγματα που θεωρούσε ωφέλιμα στο σύνολο... Επλήρωνε εκδόσεις, εχρηματοδοτούσε αποστολές, έδινε υποτροφίες, διευκόλυνε ταξίδια... είχε ολόκληρο κατάλογο πτωχών που εβοηθούσε και άρχιζε από αυτούς την πληρωμή των μηνιαίων του υποχρεώσεων».


Ο Ευγένιος Ευγενίδης έτρεφε ανέκαθεν βαθιά εκτίμηση στην τεχνική γνώση, σε κάθε επίπεδο. Ειδικότερα για την κατάσταση στην Ελλάδα υποστήριζε: «Η αρρώστια τον τόπον μας είναι ότι δεν έχουμε κατάλληλους ανθρώπους για εκεί που μας χρειάζονται. Όλοι λένε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλο υπόγειο πλούτο. Σίδερο, μολύβι, χρώμιο, βωξίτη κ.ά. Ωστόσο τα ελληνόπουλα σπουδάζουν γιατροί, δικηγόροι και φιλόλογοι που ύστερα δεν έχουμε τι να τους κάνουμε. Και μετά λέμε πως είμαστε λαός θαλασσινός. Όμως φτύνονμε αίμα για να βρούμε μηχανικούς πλοίων της προκοπής για νεώτερες μηχανές. Χωρίς τους ειδικούς και τους καταρτισμένους ανθρώπους, είναι αδύνατον να πάνε μπροστά οι κοινωνίες σήμερα...».



Στις 7 Ιουνίου του 1965, στη διάρκεια μιας μεγαλόπρεπης τελετής με την παρουσία της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας του τόπου, γίνονται τα εγκαίνια του κτιριακού συγκροτήματος που θα στεγάσει το "Ίδρυμα στη λεωφόρο Συγγρού. Γράφει το περιοδικό «Αργώ»:

«Δεν είχε η χώρα μας, ένα ανάκτορον για την παιδείαν, την επιστήμην και την τεχνολογίαν. Το απέκτησεν πρόσφατα. Η γενναιοδωρία τον εθνικού ευεργέτου Ενγενίου Ενγενίδου υπεκατέστησεν την αδυναμίαν της εθνικής πτώχειας».

Η μεγάλη αυτή δωρεά του ναυτικού πλούτου προς τους νέους της Ελλάδας, αποκάλυψε την εξαιρετική ιδιοφυία του εθνικού ευεργέτη. Μίλησε για τεχνική εκπαίδευση πριν από 44 χρόνια, σε εποχή που ο τομέας αυτός ήταν στα σπάργανα, δικαιώνοντας εκείνο που είχε πει κάποτε ο πρόεδρος των βιομηχάνων Δημήτρης Μαρινόπουλος, απευθυνόμενος σε εφοπλιστές συνομιλητές του: «Δεν σας θέλουμε στην Ελλάδα για τα κεφάλαια σας. Σας θέλουμε για τα κεφάλια σας...».

Το Ίδρυμα Ευγενίδου όμως, περισσότερο από έργο γενναιοδωρίας και πατριωτικών αισθημάτων υπήρξε και κάτι ακόμη: μια πράξη με ψυχή, αυτήν ακριβώς την ψυχή που διέθετε η αδελφή του μεγάλου διαθέτη, η Μαριάνθη Σίμου, η οποία ευλαβικά υπηρέτησε τη μνήμη του Ευγένιου Ευγενίδη, υλοποιώντας στο έπακρο τη μεταθανάτια επιθυμία του.

Όταν τον Απρίλιο του 1954 φεύγει αδόκητα από τη ζωή, ήταν ήδη καθιερωμένος διεθνώς ως μεγάλου κύρους επιχειρηματική φυσιογνωμία και στην πατρίδα του ως εθνικός ευεργέτης. Ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου του καντονίου του Βω της Ελβετίας, Σοβερύ, αποκάλυψε μια προσωπική συζήτηση που είχε με τον Ευγενίδη, λίγες μέρες πριν το θάνατο του.

Δεν θα έπρεπε κύριε Ευγενίδη να κουράζεστε τόσο, εξαντλώντας τις δυνάμεις σας και αγνοώντας τις επίμονες συστάσεις των γιατρών σας, τον συμβούλεψε ο κ. Σοβερύ. Και ο Ευγενίδης με μια εξομολόγηση εκ βαθέων, του απάντησε: - Αγαπώ φίλε μου την εργασία. Λατρεύω τη δίνη των υποθέσεων, την υπερνίκηση των δυσκολιών, τον αγώνα για την επί-τενξη τον σκοπού που επιδιώκω. Ακόμη χαίρομαι, και μη φανεί αυτό υπερβολικό, την αποτυχία, γιατί έτσι καταλαβαίνω μετά τη χαρά από το θρίαμβο. Όλα αυτά είναι το ενδιαφέρον της ζωής για μένα. Επιθυμώ όμως έναν αιφνίδιο θάνατο, εκεί, στη θέση μου, την ώρα που εργάζομαι, με όλες τις πνευματικές μου δυνάμεις ακέραιες και πριν τα γεράματα κι αρρώστια με καταβάλλουν. Μακάρι ο Θεός να μου χαρίσει και αυντή την καλή τύχη...». Και ο Θεός άκουσε την επιθυμία του. Πέθανε στην Ελβετία, στις 22 Απριλίου του 1954, στη διάρκεια μιας δεξίωσης που μπορούσε να ήταν προς τιμήν του.




Το ιστορικό ιστιοφόρο «Ευγένιος Ευγενίδης», μια κομψή τρικάταρτη σκούνα του 1929, σε μαγεύει καταρχήν με την ιστορία του. Η ζωή του ξεκινά από ένα φημισμένο ναυπηγείο στη βροχερή Σκωτία, ως " Sunbeam II ", ακολουθούν κρουαζιέρες αναψυχής στα ζεστά νερά της Μεσογείου, και στη συνέχεια, μυστικές αποστολές διάσωσης αγωνιστών της Αντίστασης στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Η δράση συνεχίζει μεταπολεμικά στις βόρειες θάλασσες, όπου το πλοίο, υπό σουηδική κυριότητα, λειτουργεί πλέον ως εκπαιδευτικό, για να καταλήξει αμέσοος μετά στα ηλιόλουστα ελληνικά νερά, εκπαιδεύοντας τους ναυτικούς δόκιμους στην Ύδρα.


Τα τελευταία χρόνια, το πλοίο παρέμενε σιωπηλά αραγμένο στον Φλοίσβο, περιμένοντας ένα καλύτερο μέλλον, που τελικά φαίνεται ότι ήλθε. Το Πολεμικό Ναυτικό μας, ανέλαβε δυναμικά μιά επιχείρηση διάσωσης διαφορετική από κάθε άλλη: να ξαναφέρει στη θαλασσινή ζωή το ιστιοφόρο «Ευγένιος Ευγενίδης», να μεριμνήσει για την άμεση επισκευή και τον επανεξοπλισμό του. Και ακόμη περισσότερο, να δώσει πνοή σε ένα σκαρί που σήμερα φαίνεται να τη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Αυτή ακριβώς η πνοή φαίνεται να ζωντανεύει την έκθεση για το πλοίο «Ευγένιος Ευγενίδης», που με πολλή φροντίδα στήθηκε και θα φιλοξενηθεί για αρκετούς μήνες στο ιστορικό πλοίο-μουσείο θωρηκτό «Αβέρωφ». Η έκθεση αναβιώνει κομμάτι-κομμάτι την πλούσια ιστορία του ιστιοφόρου, συλλέγοντας ιστορικά στοιχεία, ντοκουμέντα, αντικείμενα, αλλά και αναμνήσεις διαφορετικών ανθρώπων, δεμένων με τη θάλασσα και με τη ζωή του ίδιου του σκαριού, φέρνοντας έως τη μαρίνα του Φλοίσβου, το άρωμα άλλων εποχών.

Πιστεύουμε ότι το ελληνικό ιστιοφόρο «Ευγένιος Ευγενίδης», έχει έναν νέο προορισμό και μια λαμπρή προοπτική στον 21ο αιώνα: να επανέλθει στους θαλασσινούς δρόμους, ως ένα αξιόπλοο πλέον εκπαιδευτικό σκαρί για το Πολεμικό Ναυτικό μας, αλλά και ως καύχημα του θαλασσινού λαού μας που θα μεταφέρει υπό την ελληνική σημαία, ένα μήνυμα φιλίας των λαών, σε λιμάνια και θάλασσες ασφάλειας και συνεργασίας. Η αναβίωση του ιστιοφόρου «Ευγένιος Ευγενίδης» και η επαναφορά σι η ν ενέργεια με τους νέους αυτούς στόχους, θα έκανε περήφανο το μεγάλο ευεργέτη μας και δεινό επιχειρηματία της θάλασσας Ευγένιο Ευγενίδη, αλλά και την αδελφή του Μαριάνθη Σίμου, η οποία υλοποίησε την απόφαση να υποσυηριχθεΐ από την περιουσία του εθνικού ευεργέτη, η αγορά του πλοίου από το ελληνικό δημόσιο, το 1965. Ελπίζω ότι η ελληνική Πολιτεία, ιδιαίτερα το Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και όλοι -φορείς και άτομα- που βλέπουν με ευαισθησία τη θαλασσινή μοίρα του Έλληνα, θα πρέπει αρμονικά να συνεργαστούν ώστε να αποτελέσει ίο «Ευγένιος Ευγενίδης» μια ακόμη σημαντική ψηφίδα στο ναυτικό πολιτισμό όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά του ευρωπαϊκού και διεθνούς κόσμου.

Πρόεδρος Ιδρύματος Ευγενίδου

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ-ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου