Χρήστος Τσούντας : Μια Θρακιώτικη σκαπάνη
ανακαλύπτει τον Κυκλαδικό Πολιτισμό
Τα πρώτα βάσιμα σημάδια ζωής στη Σύρο, έγιναν γνωστά από την αρχαιολογική έρευνα και ανάγονται στο τέλος της νεολιθικής περιόδου και στην αρχή του χαλκού (4000 - 3000 π.Χ.).Τοποθεσίες που κατοικήθηκαν τότε είναι η χερσόνησος «Χοντρά» και η θέση «Κοσκινάς» περιοχής της Βάρης καθώς και η θέση «Αγ. Θέκλα» πάνω από το χωριό Χρούσα. Μεταγενέστερα σημάδια ζωής βρέθηκαν στο «Σα Μιχάλη» της απάνω μεριάς μέχρι που φτάνουμε στην περίφημη περίοδο του Κυκλαδικού πολιτισμού (3200 - 2000 π.Χ.)
Την 3η χιλιετία π.Χ., αναπτύσσεται στον κυκλαδικό χώρο ένας από τους 5 μεγάλους πολιτισμούς του κόσμου, ο περίφημος Κυκλαδικός πολιτισμός που διεθνώς έχει ονομαστεί από τους ειδικούς: «Ο Πολιτισμός Κέρου-Σύρου».
Η Κέρος , όπως φαίνεται στο βάθος από τα Κουφονήσια
Η Κέρος είναι ένα μικρό ακατοίκητο νησί κοντά στην Αμοργό. Η Σύρος, όπως και τα περισσότερα , αναδύεται από τη θάλασσα σε μορφή γυμνών και απότομων βράχων.Το όνομα της Σουρ ή Οσούρα ή Σύρα σημαίνει βραχώδης.
Ενδείξεις έχουμε σε ευρεία κλίμακα στις περιοχές του νησιού «Χαλανδριανή» και «Καστρί» της απάνω μεριάς, όπου ανακαλύφθηκαν νεκροταφεία και οικισμός αντίστοιχα της πρωτοκυκλαδικής εποχής. Κατά αυτήν την περίοδο παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού στο νησί. Ευρήματα των δύο τοποθεσιών αποκαλύπτουν στοιχεία ζωής γεωκτηνοτρόφων και ψαράδων, με έντονη πολιτιστική δημιουργία και συνεχώς αυξανόμενες σχέσεις με τον έξω κόσμο. Έχουμε δημιουργία οχυρωμένων οικισμών σε περιοχές πρόσφορες για καλλιέργεια και κοντά στη θάλασσα.
Στον Όμηρο στο έπος Οδύσσεια γίνεται για πρώτη φορά γνωστή η Σύρος. Όταν ο Οδυσσέας μετά τον Τρωικό πόλεμο γυρίζει στην Ιθάκη, θέλοντας να δει την κατάσταση που επικρατεί στο βασίλειο του μεταμορφώνεται σε ζητιάνο και επισκέπτεται το πιστό του χοιροβοσκό Ευμαίο. Για να είναι πιο πειστικός τον ρωτά σαν ξένος από που είναι και ο Ευμαίος του απαντά:
Συρίη λένε το νησί-αν το χεις ακουστά σου - στην Ορτυγία πιο ψηλά στο γύρισμα του ήλιου,
όχι πυκνοκατοίκητο, μα καρποφόρο μέρος, βοσκότοπο, πολύσταρο μ’ αμπέλια και κοπάδια.
Πείνα ποτέ δεν έπεσε στη Χώρα μήτε αρρώστια κακή, που τους ταλαίπωρους θερίζει ανθρώπους
Μα σαν γεράσουν των θνητών οι φάρες, τότε ο Φοίβος θάρθει ο αργυροδόξαρος κι Άρτεμη μαζί του και με πυκνές σαΐτες τους, τους γλυκοθανατώνουν.
Δυο πολιτείες είναι εκεί κι όλα σε δυο μοιράζουν κι είχανε τον πατέρα μου κι οι δυο για βασιλιά των, τον Κτήσιο του Ορμένου γιό, με τους θεούς παρόμοιο
Οι πληροφορίες του Όμηρου για το νησί ήταν σωστές αφού τις επιβεβαιώνει απόλυτα η αρχαιολογική σκαπάνη του Χρήστου Τσούντα. Δυο στοιχεία επιβεβαιώνουν τα λόγια του Όμηρου για το ότι αυτή η Συρίη είναι η Σύρος. Το πρώτο είναι η γεωγραφική της θέση - Δυτικά της Ορτυγίας δηλαδή της Δήλου δεν υπάρχει άλλο νησί παρά μόνο η Σύρος. Το δεύτερο που είναι πράγματι συγκλονιστικό, είναι ότι από τις ανασκαφές ήρθε στο φως όστρακο (δηλαδή κομμάτι πηλού) που είχε την επιγραφή «Κτησίας Ορμενού» - Δηλαδή το όνομα του βασιλιά που αναφέρει ο Όμηρος δια Ευμαίου.
Στο τέλος του περασμένου αιώνα ο μεγάλος Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας κάνει ανασκαφές στη Σύρο και φέρνει στο φως το καλλίτερο και το πιο χαρακτηριστικό δείγμα οργανωμένου, πλούσιου και πολυάνθρωπου συνοικισμού κοντά στη θάλασσα, με τεχνητή και φυσική οχύρωση στη κορυφή του λόφου Καστρί και με εκτεταμένο νεκροταφείο που βρέθηκε στη Χαλανδριανή. Η περιοχή είναι βορειοανατολικά της Σύρου απέναντι από την Τήνο και δυτικά της Δήλου.
Ο οικισμός Καστρί κτίστηκε στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής II περιόδου στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου, όχι μακριά από τη θάλασσα. Η έκτασή του υπολογίζεται σε 3,5 έως 5 στρέμματα, όμως η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως τμήμα μόνο του οικισμού. Περιλαμβάνει μικρά λιθόκτιστα κτήρια με ορθογώνια ή καμπυλόγραμμη κάτοψη (αψιδωτά, σχήμα D), τα οποία αποτελούνται από ένα ή δύο δωμάτια. Είναι πυκνοκτισμένα και χρησιμοποιούν εν μέρει κοινούς τοίχους σχηματίζοντας κτιριακές συστάδες, οι οποίες διαχωρίζονται από στενούς ακανόνιστους δρόμους και μικρούς, ανοιχτούς κοινόχρηστους χώρους. Εκτός από την ακρόπολη Καστρί ο Χρ. Τσούντας έφερε στο φως πλούσια κτερίσματα που δίνουν μια εικόνα της καλής οικονομικής κατάστασης των κατοίκων.
O οικισμός προστατεύεται από οχυρωματικό περίβολο, πάχους περίπου 2 μέτρων. Eίναι κτισμένος, όπως και τα σπίτια, από ακατέργαστες πέτρες μικρού και μεσαίου μεγέθους. Στο εσωτερικό του τείχους εφάπτονται μερικά από τα σπίτια του οικισμού, ενώ εξωτερικά ενισχύεται από έξι, αραιά κτισμένους, πεταλόσχημους πύργους. Σε μικρή απόσταση από αυτούς και σε παράλληλη διάταξη με το τείχος υπάρχει λίθινο προτείχισμα, πάχους περίπου 1 μέτρου, το οποίο δυσχεραίνει την άμεση πρόσβαση προς το εσωτερικό του οικισμού. Όμοια συστήματα οχύρωσης είναι γνωστά από σημαντικά πρωτοαστικά κέντρα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στο Αιγαίο, όπως τη Θερμή Λέσβου (φάση V), τη Λέρνα Aργολίδας (φάση ΙΙΙC) και την Αίγινα V (2200-2050 π.Χ.), τα οποία έχουν εντατικές επαφές με τις Κυκλάδες την περίοδο αυτή. Οχυρωμένοι είναι, εκτός από το Καστρί, και οι σύγχρονοι με αυτό οικισμοί στον Κύνθο Δήλου, τον Πάνορμο Νάξου και τη Μαρκιανή Αμοργού.
Η θέση του οικισμού στον απόκρημνο λόφο, η πυκνή διάταξη και ο πρόχειρος τρόπος δόμησης των σπιτιών, κυρίως όμως η οχύρωση αρκετών γνωστών, σύγχρονων με το Καστρί, κυκλαδικών οικισμών υποδηλώνουν την αναγκαιότητα μεγαλύτερης προστασίας τους στο διάστημα 2450/2400-2200/2150 π.Χ. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, καθώς και από τον αναπτυσσόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των ευημερούντων κέντρων των νησιών και της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Τα κέντρα αυτά διατηρούν εντατικές εμπορικές και πολιτιστικές επαφές, ορατές, εκτός από την αρχιτεκτονική, στην κεραμική και τη μεταλλοτεχνία.
Η ανεύρεση στο Καστρί, καθώς και στο Λευκαντί Ευβοίας, κόκκινης και μαύρης στιλβωμένης κεραμικής και αγγείων, όπως το δέττας αμφικύπελλο, προδίδουν έντονες επιδράσεις ή ακόμη και πιθανές μετακινήσεις πληθυσμών από τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια στο κεντρικό Αιγαίο και τα ανατολικά παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το γεγονός ότι ο κασσιτερούχος χαλκός που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των μπρούντζινων εργαλείων που βρέθηκαν στο Καστρί έχει, σύμφωνα με αρχαιομεταλλουργικές έρευνες, την ίδια χημική σύσταση με εκείνον που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή στην Τροία και την Πολιόχνη Λήμνου. Η χρονική αυτή περίοδος είναι γνωστή ως μεταβατική φάση Λευκαντί Ι - Καστρί. Στον οικισμό του Καστριού εντοπίστηκε και εργαστήριο μεταλλοτεχνίας, στο οποίο βρέθηκαν ασημένια, μολύβδινα και μπρούντζινα αντικείμενα, πήλινες χοάνες καθώς και μήτρες διπλής όψεως από σχιστόλιθο, για την κατασκευή εργαλείων και όπλων.
Ένα άλλο αξιόλογο εύρημα είναι τα περίφημα Συριανά κάτοπτρα από σκούρο πηλό που, ως φαίνεται, οι Κυκλαδίτες τα γέμιζαν νερό στη λεία κοίλη εσωτερική τους επιφάνεια και καθρεπτιζόντουσαν.
Έτσι φτάνουμε στο τέλος του Κυκλαδικού πολιτισμού που πεθαίνει γύρω στο 1900 π.Χ. Ήταν ένας πολιτισμός από τους πιο ιδιότυπους και ζωντανούς της απώτερης πολιτιστικής ιστορίας της Ελλάδας. Η εποχή « Κέρος - Σύρος » που μεγαλούργησε για 2 χιλιετίες περίπου, χάνεται στα βάθη της προϊστορίας. http://www.archetai.gr/media/PDF/X/424.pdf
Ποιος ήταν ο Χρήστος Τσούντας
Η Θράκη σεμνύνεται για δύο από τα παιδιά της , πρωτοπόρους και κορυφαίους αρχαιολόγους, που τίμησαν την επιστήμη τους και άνοιξαν καινούργιους δρόμους στην Αρχαιολογία και στη σπουδή της, σε πανεπιστημιακό επίπεδο, πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην Ελλάδα, αλλά λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε, δεν κατόρθωσαν να αγγίξουν με την σκαπάνη τους τη Θρακική γη, που τους γέννησε. Πρόκειται για τον Αδριανουπολίτη Στέφανο Κουμανούδη και τον Στενηματίτη Χρήστο Τσούντα.
Ο Χρήστος Τούντας , ο μεγάλος Θραξ αρχαιολόγος με παγκόσμια αναγνώριση και ανεκτίμητη προσφορά στην μελέτη της ελληνικής Αρχαιότητας, ή Χριστόδουλος όπως τον προσφωνούσαν στη γενέτειρά του, γεννήθηκε το 1857 στη Στενήμαχο της Βόρειας Θράκης, το σημερινό Ασσένοβγκραντ, νότια της Φιλιππούπολης. Τα πρώτα γράμματα, τα έμαθε στην πατρίδα του Στενήμαχο, ονομαστή για τα παράτολμα και γενναία παλικάρια της, αλλά συνέχισε και ολοκλήρωσε ως μαθητής γυμνασίου, τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα. Μετά πήγε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια έκανε μετεκπαίδευση στη Γερμανία.
Όταν έκλεισε ο κύκλος των σπουδών του δούλεψε επί ένα χρόνο σαν καθηγητής στα ονομαστά Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, γνωστά δημιουργήματα της φιλογένειας του πάμπλουτου Έλληνα της Κωνσταντινούπολης Γεωργίου Ζαρίφη. Στη συνέχεια, το 1882, κατόρθωσε αρχικά να διορισθεί Έφορος Αρχαιοτήτων της Αρχαιολογικής Εταιρείας και τον επόμενο χρόνο, της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στη θέση αυτή παρέμεινε έως το 1904, όταν εξελέγη καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Δίδαξε έως το 1924 και στη διετία 1926-1927 δίδαξε στο νεοϊδρυθέν Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης θέλοντας να το στηρίξει έμπρακτα. Το 1926 ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Ακαδημίας Αθηνών. Υπήρξε μέλος του διοικητικού Συμβουλίου της Αρχαιολογικής Εταιρείας κατά τα έτη 1918-1920 και γραμματέας της κατά τα έτη 1909-1911.
Ο Χρ. Τσούντας απέκτησε μεγάλο κύρος, από τις πρώτες ανασκαφές που έκανε στην Ακρόπολη αρχίζοντας από το 1884 και σε άλλα μνημεία της Αθήνας. Επόπτευσε επίσης το ανασκαφικό έργο, που έγινε υποθαλασσίως στο βυθό του Στενού της Σαλαμίνας. Εποχή άφησαν οι ανασκαφές που έκανε στην Ερέτρια. Το 1886 έκανε και ανασκαφές στις Μυκήνες, όπου είχε προηγηθεί ο Σλήμαν και ο Έλληνας αρχαιολόγος Σταματάκης. Αυτές οι ανασκαφές του Τσούντα, κράτησαν έως το 1910 και απέδωσαν σημαντικά ευρήματα. Μεταξύ αυτών και η μοναδική μυκηναϊκή κεφαλή από ασβεστοκονίαμα, που εναπόκειται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Ο Θραξ αρχαιολόγος έκανε σπουδαίες ανασκαφές και στην Τανάγρα το 1877, στη Λακωνία το 1889 και το 1891. Αργότερα μελέτησε τον Κυκλαδικό Πολιτισμό, όπου σε πολλά νησιά (Σίφνο, Σύρο, Πάρο, Αντίπαρο και Αμοργό και στην ερημονησίδα Δεσποτικό) ερεύνησε οικισμούς, τάφους και άλλα ευρήματα. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους μελετητές του Κυκλαδικού Πολιτισμού, ενώ κλασσική θεωρείται η εργασία του, που δημοσιεύθηκε στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» (1898-1899) υπό τον γενικό τίτλο «Κυκλαδικά». Δίκαια θεωρήθηκε πρωτοπόρος της αρχαιολογικής έρευνας, αλλά και της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αφού εκτός των σημαντικών έργων που κατέλειπε, από το Πανεπιστήμιο έβγαλε και φουρνιές αρχαιολόγων, που άφησαν και αυτοί με τη σειρά τους εποχή. Ανάμεσα στους μαθητές του περιλαμβάνονται οι Χρήστος και Σεμνή Καρούζου, ο Γεώργιος Μυλωνάς, ο Γιάννης Παπαδημητρίου, ο Σπύρος Μαρινάτος και πολλοί άλλοι. Οι ανασκαφικές εργασίες του χαρακτηρίζονταν από την μεγάλη ευστοχία των επιλογών του και η πανεπιστημιακή διδασκαλία του από απλότητα και επιστημονική ακρίβεια.
Η Θρακική παρουσία του
Ο Τσούντας παρείχε την σοφία του και ήταν επιμελητής των «Θρακικών», που εκδίδονται ακόμα και σήμερα και όπως λένε οι ειδήμονες, η ύλη αυτών των τόμων φθάνει να στηρίξει επιστημονικά μιαν αυτοτελή έδρα Θρακολογίας σε Πανεπιστήμιο. Μια έδρα που ενώ τα γειτονικά κράτη, που καπηλεύονται την Ιστορία της Θράκης, διαθέτουν εδώ και πολλά χρόνια, δεν απέκτησε ποτέ η Ελλάδα, αν και έχει Πανεπιστήμιο στη Θράκη. Μετά το θάνατό του (9 Ιουνίου 1934) το Θρακικό Κέντρο, τιμώντας τη μνήμη του οργάνωσε στις 8-2-1935 στην Αρχαιολογική Εταιρεία επιστημονικό μνημόσυνο, στο οποίο είχαν παραστεί ο υπουργός Παιδείας Μακρόπουλος, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στ. Γονατάς, ο πρώην πρωθυπουργός Αλ. Παπαναστασίου, πολλοί καθηγητές Πανεπιστημίου και Ακαδημαικοί.
Υ.Γ. ενός κακού μύρια έπονται....τελικά εδώ δεν ισχύει ο κανόνας....και θα το αντιστρέψω.....Ενός κακού μύρια καλά έπονται......Μια καταστροφή, ένας ξεριζωμός από τις πατρογονικές εστίες, και χιλιάδες πρόσφυγες μετέφεραν το φως του Προμηθέα στη νέα πατρίδα.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου