Ο Σύλλογος ιδρύθηκε το 2003. Μέλη του είναι Μακεδόνες, Θρακιώτες και Πόντιοι. Σκοπός του συλλόγου είναι να κρατήσουμε ζωντανές τις παραδόσεις μας αλλά και να βρούμε τους τρόπους εκείνους που θα φέρουν κοντά στο σύλλογο νέους ανθρώπους. Σύνθημά μας , ναι στην αλλαγή, όχι στη μετάλλαξη. Μέλη στο σύλλογο μπορούν να γίνουν και οι φίλοι που μας αγαπούν.
Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010
Τα βάσανα μικρών ανθρώπων. Από τον Εβρο στη Σύρο - Παιδουπόλεις
Ήταν το 1948, αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ελλάδα έμπαινε στη δίνη του Εμφυλίου. Μέσα στην αναταραχή του, 25.000 παιδιά αποσπάστηκαν από τις εστίες τους για να μεταφερθούν σε «παιδουπόλεις», 52 συνολικά σ' όλη τη χώρα. Τότε, ξεκινούσε και το αρματαγωγό «Σάμος» του Πολεμικού Ναυτικού για να μεταφέρει παιδιά από τους Μεταξάδες και τη Ζώνη του Έβρου στη Σύρο.
Εξήντα χρόνια μετά, ένα από τα παιδιά αυτά, ο Αναστάσιος Τερζούδης, μεγάλος πια, επέστρεφε ξανά στη Σύρο, για προσκύνημα. "Ξετυλίγοντας" τις μνήμες του, έλεγε: «Όταν μας έφερε το πλοίο στο νησί πήγαμε με τα πόδια στο σημερινό Βαρδάκειο και Πρώιο νοσοκομείο. Ήταν συνεργείο, που μας γδύσανε. Κάναμε ντους και μας έδωσαν ρούχα καθαρά, καινούρια και φορέσαμε. Μετά, μας έβαλαν σε αυτοκίνητα και μας πήγανε στην Ποσειδωνία. Το κτίριο ήταν στολισμένο με κλαδιά από φοίνικες. Nομίζαμε πως γιόρταζε η εκκλησία. Μας έβαλαν σε θαλάμους, όταν φτάσαμε εδώ και όσοι δεν χωρούσαμε μας τοποθέτησαν στη λέσχη των πλουσίων. Από το χωριό Μεταξάδες είμαστε 33 παιδιά, όλα αγόρια. Σύνολο που ήρθαμε είναι 142 παιδιά. Και άρχισε η ζωή μας, όπως στο στρατό: πρωί προσευχή, έπαρση σημαίας, ρόφημα και όλα τα σχετικά για τη συντήρησή μας. Ζούσαμε καλά γιατί έφυγε ο φόβος και μας περιποιόντουσαν. Κάναμε μπάνιο στις Αγκαθωτές. Πήγαμε και σε σχολεία. Εγώ έβγαλα δύο τάξεις, την πρώτη και τη δευτέρα δημοτικού».
Αυτή την ιστορία διηγήθηκε ο κ. Τερζούδης στο Δημήτρη Χάλαρη, αδελφό του ξενοδόχου, που πριν από τρία χρόνια τον φιλοξένησε στο νησί. Η τυχαία αυτή συνάντηση στάθηκε αφορμή για τον κ. Χάλαρη, ιστορικό και συγγραφέα, ώστε να ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια συγκέντρωσης σχετικού υλικού, πληροφοριακού και φωτογραφικού.
Κάποια στιγμή, προσκλήθηκε σε ραδιοφωνική εκπομπή από την πρόεδρο του Συλλόγου Βορειοελλαδιτών Σύρου, Ουρανία Πανταζή, η οποία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα. Έτσι αποφασίστηκε η έκδοση του πολύτιμου υλικού σ' ένα ενιαίο σύγγραμμα, με τον τίτλο «Τα βάσανα μικρών ανθρώπων. Από τον Έβρο στη Σύρο. Παιδουπόλεις».
Κατά την αναζήτηση χορηγών, η νομαρχία Έβρου ανταποκρίθηκε θετικά, καθώς άλλη μια σύμπτωση έκανε την εμφάνισή της. Ο πατέρας του νομάρχη Νίκου Ζαμπουνίδη, ήταν ένα ακόμη από εκείνα τα παιδιά. Ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου: «Τα 'βάσανα μικρών ανθρώπων' για τους περισσότερους αναγνώστες του παρόντος βιβλίου θα είναι η ιστορία μιας προηγούμενης γενιάς και θα αναφέρονται στη ζωή άγνωστων παιδιών. Για μένα, όμως, είναι μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. Αφορά τον τόπο μου και το σπίτι μου. Αφορά τον τόπο μου, αφού η περιοχή μου αποτέλεσε μια από τις 'βόρειες επαρχίες', από τις οποίες πλήθος μικρών παιδιών αποσπάσθηκαν και μεταφέρθηκαν σε παιδουπόλεις. Αφορά το σπίτι μου, επειδή ένα απ' αυτά τα παιδιά που έζησαν στην παιδούπολη της Σύρου ήταν ο πατέρας μου. Μόνο από το χωριό μου, τη Ζώνη, συγκεντρώσαμε είκοσι επτά ονόματα παιδιών που πέρασαν την παιδική τους ηλικία, τα χρόνια μιας πρόωρα χαμένης αθωότητας, στην παιδούπολη της Σύρου».
Για τις παιδουπόλεις της Σύρου, στην Ερμούπολη και την Ποσειδωνία, η κ. Πανταζή επισημαίνει ότι «σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, τα παιδιά βρήκαν μια ανθρώπινη αγκαλιά, φαγητό και καλές συνθήκες, κάτι που δεν συνέβαινε και σε άλλες παιδουπόλεις».
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι έχουν εκδοθεί βιβλία και έχουν γυριστεί ταινίες που κάνουν λόγο για άσχημες εμπειρίες παιδιών σε άλλες παιδουπόλεις της Ελλάδας. Αποδίδει εξάλλου τις καλές συνθήκες διαβίωσης στη Σύρο, στην αίγλη του νησιού την εποχή εκείνη.
«Η Σύρος και ειδικότερα η Ερμούπολη ήταν κέντρο πολιτισμού και η επιρροή της ήταν έντονη στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από τις συνομιλίες μου με δεκάδες τέτοια παιδιά, τα οποία εγώ συνάντησα ως ενήλικες πλέον, προκύπτει ότι ο τοπικός πληθυσμός τα αγκάλιασε και τους πρόσφερε οικογενειακή θαλπωρή. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά παιδιά περνούσαν τα Σαββατοκύριακα σε οικογένειες Συριανών», τονίζει από την πλευρά του ο κ. Χάλαρης.
Δεν παραλείπει, όμως, να αναφερθεί και στις συναντήσεις του με κατοίκους των Μεταξάδων του Έβρου, που τού μετέφεραν τα αισθήματα που βίωναν εκείνη την εποχή. «Η ταλαιπωρία, η δυστυχία και ο φόβος των ανθρώπων ήταν περισσότερο από εμφανή, σε μια εποχή δύσκολη για την Ελλάδα, όπου η ίδια η επιβίωση απαιτούσε μεγάλο αγώνα», προσθέτει.
Το ταξίδι της επιστροφής για τα παιδιά των παιδουπόλεων ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα, το 1951, που τα πράγματα ηρέμησαν. Ο Αναστάσιος Τερζούδης θυμάται: «Η κοινότητα έστειλε τα χαρτιά από τον Έβρο και υπέγραψε κάποιος συγγενής και παραλάμβανε κάθε παιδί. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν: Θήρα, Πειραιάς, Διδυμότειχο, Μεταξάδες οδικώς. Και έφτασα στο χωριό μου και βρήκα ερείπια, βομβαρδισμένο τοπίο, λάκκους και συντρίμμια. Και σήμερα που πλησιάζω τα 70, αξιώθηκα και ήρθα στη Σύρο, μετά από τόσα χρόνια, για προσκύνημα. Βλέποντας τα κτίρια θυμήθηκα τους ανθρώπους. Με εκείνες τις φιγούρες και τα ευγενικά βλέμματα που μας περιποιήθηκαν, μας τάισαν, μας έντυσαν, μας μάθανε γράμματα, και μας έδωσαν θάρρος και βγάλαμε από μέσα μας το φόβο. Τέτοιες μέρες να μην ξανάρθουν. Ζημιωθήκαμε όλοι. Ζημιώθηκε η πατρίδα μας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η κ. Πανταζή μιλά για την αξία της προσπάθειας συγκέντρωσης και δημοσιοποίησης αυτού του κομματιού της ιστορίας: «Ο Θανάσης, ο Χρήστος, ο Αποστόλης, ο Γιάννης, πρωταγωνιστές οι ίδιοι, έπρεπε να βρουν φωνή και να πουν τη δική τους ιστορία σε εμάς τους νεότερους, για να μαθαίνουμε, να γνωρίζουμε και να μην ξεχνάμε. Γιατί ο θάνατος μπορεί να είναι το τέλος της ζωής, η λήθη όμως είναι το τέλος της ύπαρξης. Αν σε ξεχάσουν όλοι είναι σαν μην υπήρξες».
της Π. Γιούλτση
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010
Ακατάλυτοι δεσμοί Κρήτης - Πόντου
Εισηγητής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΛΟΥΧΙΔΗΣ
Αίσθημα ευφορίας επικρατεί, όταν αποδεικνύεται ότι σημαντικά τμήματα του ελληνισμού, όπως η Κρήτη και ο Πόντος, συνδέονται με σημαντικούς σταθμούς της Εθνικής μας ιστορίας.
Ο δεσμός αυτός υπογραμμίζει τα μηνύματα και προβάλλει τον Πανεθνικό και Παλλαϊκό χαρακτήρα της αρμονικής αυτής συμμετρίας του λαού. Αυτές οι ενότητες πρέπει να βρουν τον άνετο χώρο προβολής και να λαμβάνουν εκάστοτε τον εορταστικό χαρακτήρα της ιστορικής μνήμης, με όλα τα μέσα ενημέρωσης για να εμφανίζεται η Κοινή παρουσία του λαού.
Η άγνοια των γεγονότων, η απόκρυψη, ο εκφυλισμός οδηγούν τον τόπο στην καθίζηση και αποτελούν το αντι-σύμβολο στην Εθνική αυτογνωσία. Από τις διάφορες περιοχές της χώρας σι πηγές συγκλίνουν στο μεγάλο Εθνικό Ποταμό, που ενώνει τους Έλληνες και χαράσσει το δρόμο του Έθνους.
Ως λαός εσωτερικά διερχόμεθα και κάποιες κρίσεις διχασμού, εμπρός όμως στο έθνος υπάρχουν τα ορόσημα του 1992 της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς, του 1996 των Ολυμπιακών Αγώνων και του 2000 της αλλαγής του αιώνα και της εκκολαπτόμενης Ευρωχώρας των 320 εκ. πολιτών, που συμμετέχουμε ως ενεργοί πολίτες.
Για την ύπαρξή μας λοιπόν ως έθνους, ως λαού, ως πολιτισμού και γλώσσας, ως φυλετική οντότητα και ως κοινωνικού συνόλου, με εθνικές ιδιαιτερότητες, απαιτείται η μέγιστη δυνατή συνεκτικότητα. ομοψυχία και σύμπνοια και αυτό όταν καταστεί απαίτηση του λαού, των πολιτών, θα επιβληθεί και στην ηγεσία.
Η εργασία αυτή δεν έχει αξιώσεις να αναδιφήσει πηγές και να θεμελιώσει ιστορία, ερανίζεται στοιχεία που αποδεικνύουν τους ακατάλυτους δεσμούς αίματος και φιλαλληλίας μεταξύ Κρητών και Ποντίων.
Αφετηρία των σχέσεων Κρήτης και Πόντου, αποτελεί η ναυτική εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά από την Κωνσταντινούπολη, για την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς Το 961 δηλ. πριν 1027 χρόνια και στην οποία συμμετέσχαν ενεργά οι Πόντιοι για την απελευθέρωση της Κρήτης. Ο κύκλος της φιλαλληλίας έκλεισε το 1922 δηλ. 961 έτη ύστερα από το 961, οπότε η φιλόξενη γη των Κρητών δέχθηκε τους Πόντιους Πρόσφυγες με την επελθούσα Μικρασιατική Καταστροφή και τους παρέσχε τη θαλπωρή της φιλοξενίας.
Μακεδονικός αγώνας - Μνημείο αφιερωμένο στη συμμετοχή Κρητικού αγωνιστή
Μεταξύ Κρητών και Ποντίων υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν τις στενές σχέσεις μεταξύ τους. Η ιστορία αναφέρει πλήθος από μετακινήσεις πληθυσμών από τον Πόντο προς την Κρήτη.
Πέρα από τις γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν ερείπια, τοπωνυμίες λαογραφικά στοιχεία που συμπληρώνουν τα ιστορικά γεγονότα.
Στον Β’ τόμο του βιβλίου - οδηγού του Στελ. Σπανάκη Τουρισμός - Ιστορία - Αρχαιολογία αναφέρονται τα παρακάτω:
Τραπεζούντα, η απέναντι προς Νότο από τη πόλη της Σητείας σε ένα μικρό επίπεδο ύψωμα σώζονται τα ερείπια του συνοικισμού Τραπεζόντα. Ο οικισμός αναφέρεται από το 1414. Το έτος αυτό ο Abroynus Anteron ζήτησε από τη Βενετία να επιτρέψει την εγκατάσταση στην Κρήτη 880 οικογενειών της Τραπεζούντας, που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους.
Στην Τραπεζόντα που ήταν φέουδο της οικογένειας Καρνάρων, γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1553 και ο Βιτσέντζος ο πιθανότερος ποιητής του Ερωτόκριτου
Το 1538 ο Πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέστρεψε την Τραπεζόντα. Τελευταία βρέθηκε ένα οικόσημο με τον μονοκέφαλο αετό των Κομνηνών που βρίσκεται στο Μουσείο Ηρακλείου (περ. ΄Μύσων΄ Β΄ 14ος) Ποντιακής καταγωγής ήταν και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος που γεννήθηκε το 1396 στον Χάνδακα Κρήτης. Είναι γνωστό ότι από τον 9ο αιώνα μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά και την εκδίωξη των Σαρακηνών, οι οποίοι αποδεκάτισαν τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού, οργανώθηκε ομαδική μετανάστευση μικρασιατικών και ποντιακών πληθυσμών στη Μεγαλόνησο για την συμπλήρωση των κενών του πληθυσμού της. Ανάμεσά τους διέπρεψε ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε τέκνο του Πολεμονιακού Πόντου, που παρέμεινε στην Κρήτη επτά έτη και επανέφερε πολλούς Κρήτες στον Χριστιανισμό.
Ο εποικισμός της Κρήτης έγινε κυρίως επί Αλεξίου Β’ Κομνηνού. Το 1182 και επί Ισαακίου Αγγέλου το 1185 αμφοτέρων της δυναστείας των Κομνηνών που κατάγονταν από τον Πόντο.
Η εγκατάσταση στην Κρήτη σημαντικού αριθμού Ποντίων είναι αναμφισβήτητη. Τα αμφισβητούμενα και άγνωστα είναι ο αριθμός των μετακινηθέντων περίπου και οι χώροι εγκατάστασης στην Κρήτη, πλην της περίπτωσης της Τραπεζόντας Σητείας.
Καλέ-σσα χωριό στο νομό Ηρακλείου (επαρχία Μαλυβυζίου), η λέξη Καλέσσα είναι άγνωστη στην Κρητική διάλεκτο ενώ είναι συχνότατη στην Ποντιακή με την κατάληξη -εσσα ως δηλωτική των θηλυκών όπως: καλέσσα, η καλή, κακ-έσσα κακή, άσπρεσσα, έμμορφεσσα κ.α.
Στην Ποντιακή υπάρχουν πολλές λέξεις που συναντώνται στην Κρήτη και κυρίως από τον Ερωτόκριτο. Π.χ. αρχινίζω, γερώ (γερνώ), τσάτσαλα (ράκη) τάσσιμο (τάξιμο) φοβερίζω, φέγγος, φουρκίζω (πνίγω), εποίκεν, εύκαιρος, κωλιοσαύρα (κωλισσάφρα), καλεσμένες, κομπώνω (απατώ) πορπατώ (περπατώ), τρυφεραίνω, λιγόνομαι (λιγούμαι) κ.α.
Οι Έλληνες του Πόντου είναι άποικοι της αρχαίας ελληνικής πόλης Μιλήτου που ιδρύθηκε κατά τους Μινωικούς χρόνους από τον Σαρπηδόνα αδελφό του Μίνωα, είτε από τον Μίλητο που κατήγετο από την ομώνυμη πόλη της Κρήτης και θεωρούσε μητρόπολη την Κρητική Μίλητο.
Οι Μιλήσιοι απέκτησαν μεγάλη ναυτική δύναμη και ίδρυσαν πολλές αποικίες ιδιαίτερα στον Εύξεινο Πόντο όπως τη Σινώπη κατά το 750 π.Χ. και την Αμισό.
Η Σινώπη του Ε’ π.Χ. έστειλε αποίκους στην Κερασούντα, τα Κοτύωρα και αλλού.
Οι Έλληνες μέχρι την εμφάνιση του Μ. Αλεξάνδρου δεν συνέπηξαν ενιαίο κράτος, αλλά κάθε ελληνική πόλη αποτελούσε ίδιο κράτος. Ο συνδετικός κρίκος που ένωνε τους Έλληνες ως έθνος και ως λαό έναντι των άλλων, υπήρξαν η κοινή γλώσσα, τα κοινά θρησκευτικά και άλλα έθιμά τους.
Εκτός από τα ιστορικά και γλωσσολογικά δεδομένα και η λαογραφία συμβάλλει στην εθνογενετική έρευνα.
Η λύρα είναι το κύριο μουσικό όργανο της Κρήτης. Τη λύρα έχει συντροφιά ο βοσκός σα βόσκει τα πρόβατά του.
Ο Πόντιος λαογράφος Π. Ακρίτας παραδέχεται ότι η ποντιακή λύρα (κεμεντζές) που παίζεται στον Καύκασο έχει κρητική καταγωγή.
Ομοιότητες φορεσιάς ανδρών: Βράκα, μπότες, κεφαλόδεσμος, άρματα. Μέσα σ’ αυτό τον μακραίωνα πολιτισμό υπάρχει χώρος για να εντάξουμε τις σχέσεις Κρητών και Ποντίων με αφετηρία το 961 όταν Πόντιοι πήραν μέρος στην στρατιά του Νικηφόρου Φωκά για την απελευθέρωση της Κρήτης και μέχρι το 1922 όπου η φιλόξενη γη των Κρητών μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα δέχθηκε τους Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο και την Μ. Ασία.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία κληρονόμος του αρχαίου ρωμαϊκού κράτους ήταν η επικαθημένη στα όρη της Δύσης και της Ανατολής επί 1000 έτη.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΟΝ 9ο ΚΑΙ 10ο ΑΙΩΝΑ
Οι βυζαντινοί και μουσουλμανικοί στόλοι στον 9ο και 10ο αιώνα εξελίχθηκαν ραγδαία. Αμφότεροι οι στόλοι είχαν εκπληκτικές επιτυχίες και προκαλούν έκπληξη, όπως οι αρχικές τολμηρές κατακτήσεις τους τον 7ο αιώνα. Υγρόν πυρ διέθεταν και οι Βυζαντινοί και οι Άραβες.
Γενικά τα μουσουλμανικά πολεμικά πλοία όπως και τα βυζαντινά, ήταν τρικάταρτα και παράλληλα με τα ιστία, χρησιμοποιούσαν μεγάλο αριθμό κωπηλατών περί τους διακόσιους.
Οι βυζαντινοί συγγραφείς ονομάζουν κουμβάρια τα μουσουλμανικά πλοία που αντιστοιχούν στο βυζαντινό δρόμωνα.
Η κατάκτηση της Κρήτης έγινε από τους Ανδαλουσίους Μουσουλμάνους. Οι Ανδαλούσιοι κατακτητές διώχτηκαν από την πατρίδα τους Κόρδοβα ύστερα από μια αιματηρή επανάσταση εναντίον του Χαλίφη της Ισπανίας Hakam (796-822). Ένα μέρος από τους επαναστάτες μετανάστευσε στο Φεζ της Β. Αφρικής, ένα μέρος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και όταν την εγκατέλειψαν μπόρεσαν να καταλάβουν την Κρήτη περί το 824.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο οι Ανδαλούσιοι ήλθαν από την Σικελία διέσχισαν τα νησιά λεηλατώντας και κατέληξαν στην Αλεξάνδρεια που έγινε ορμητήριο για την κατάληψη της Κρήτης.
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης το πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Βυζαντινοί, όπως φαίνεται από τον Βίο του Νίκωνος του Μετανοείτε δεν ήταν η επαναφορά του πληθυσμού στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, αλλά η επιστροφή στο Βυζαντινό τρόπο ζωής γιατί τα 137 χρόνια συμβίωσης με τους Άραβες -όπως και στην περίπτωση των Μοζαράβων της Ισπανίας- επηρέασαν έμμεσα τα ήθη και τα έθιμά τους.
Η οικονομία κατά τη διάρκεια της αραβοκρατίας βελτιώθηκε σημαντικά και αυτό ήταν φυσικό δεδομένο διότι πριν την Αραβοκρατία η Κρήτη ανήκε στο κλειστό βυζαντινό οικονομικό κύκλωμα.
Το 904 προηγήθηκε η φοβερή επιδρομή εναντίον της Θεσσαλονίκης από τον Λέοντα Τριπολίτη.
Στην κατάσταση αυτή έδωσε τέλος η επιτυχημένη τελικά εκστρατεία και η ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά (961) που εσήμανε και την αρχή του τέλους του αγώνα του Βυζαντίου κατά των Αράβων.
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Η Κρήτη, η αρχαία εκατόμπολις νήσος, τοποθεσία στο μέσον της χριστιανικής Ευρώπης και της Μουσουλμανικής Αφρικής, το 824 είχε εκφύγει από την κυριαρχία των Ελλήνων. Με στρατηγό τον Εμίρη Αβουχάψ οι τολμηροί τυχοδιώκτες του Ισλάμ εξ απίνης κατέλαβαν την Κρήτη ανυπεράσπιστη, αφού εδήλωσαν και ενέπρησαν τις πεδιάδες και τις πόλεις, με βία εξισλάμισαν τους κατοίκους και τελευταία ίδρυσαν την απόρθητη και περιώνυμο πόλη του Χάνδακα, παραλλαγή της λέξης Κανδία, σημερινό Ηράκλειο.
Με τρομακτική μονοτονία επαναλαμβάνονται οι αιματηρές περιπέτειες της Κρήτης, αλλά καμμία δεν φτάνει τους φόνους τη λαφυραγωγία και τον εξανδραποδισμό τις τραγικές ημέρες της άλωσης και της λεηλασίας της Θεσσαλονίκης από τους Άραβες το 904.
Μόνον το γεγονός ότι πρόσβαλαν την μεγαλούπολη αυτή την πρώτη μετά το Βυζάντιο πόλη της αυτοκρατορίας δείχνει το τόλμημα των ανηλεών πειρατών υπό την ηγεσία του Λέοντος Τριπολίτη.
Πλην των απείρων λαφύρων απήγε είκοσι και δύο χιλιάδας παίδων αμφοτέρων των φύλων στα σκλαβοπάζαρα.
Από το 825 πέντε μεγάλες αλληλοδιάδοχες βυζαντινές εκστρατείες κατά της θεολέστου Κρήτης αθλίως απέτυχαν. Στην εκστρατεία του 902 που ηγείτο ο Ιμέριος ο βυζαντινός στρατός ανήρχετο σε 28.000 και περιελάμβανε 9.000 ιππείς.
Ο Νικηφόρος Φωκάς ένας των μεγίστων στρατηγών του Βυζαντίου, Μάγιστρος (ένας από τους είκοσι τέσσαρες) περιβληθείς λειτουργίαν εκλαμπροτάτην και Μέγας Δομέστικος των Σχολών της Ανατολής δηλ. Αρχιστράτηγος προετοίμασε την εκστρατεία της Κρήτης. Ήταν ο εξόχως ενδεδειγμένος παρά τις αντικρουόμενες διαβεβαιώσεις των ιστορικών οι οποίοι ή τυφλοί θαυμαστές ή βιαιοπαθείς κακόλογοι αυτού υπήρξαν.
Οι προπαρασκευές επιδιώχθηκαν και έγιναν με εξαιρετική δραστηριότητα στον Κεράτιο κόλπο, με τον φοβερότερο στόλο της εποχής. ΄΄Για την εκστρατεία ετοιμάστηκαν εκλεκτά στρατεύματα.
Τα πειθαρχικότατα συντάγματα των ευρωπαϊκών Θεμάτων, που ήταν ο πυρήνας των αρίστων στρατιών της αυτοκρατορίας, οι τραχείς αγρότες των απεράντων θρακικών πεδιάδων και των μακεδονικών ορέων συνωθούντο εκεί με τους Ανατολίτες, στρατιώτες από τα ασιατικά Θέματα των εν Καππαδοκία οικούντων και Λυκαονία και Πόντω, καταγομένων δε εκ των γότθων αποίκων του Οψικίου και της Γαλατίας τουτέστι μετά στρατευσίμων σχεδόν αγρίων συνήθως, αλλά μετά θαυμαστής μαχομένων ανδρείας... Τα αρμενικά δε τάγματα εν πολλή όντα τότε τιμή, ήσαν πολυάριθμα εν τω στρατώ του Νικηφόρου Φωκά΄΄ γράφει ο Schlumberger και συνεχίζει για τους Ρώσους μισθοφόρους σκανδιναβικής καταγωγής, που ήρχοντο καθ’ ομάδας στην Κωνσταντινούπολη επί μονοξύλων εκ κορμών δένδρου.
Διοικητικά ο Πόντος περιλαμβάνει τα Θέματα Παφλαγονίας, Αρμενιακό και Χαλδίας με αρχή τις πόλεις Σινώπη, Αμισό μέχρι Τραπεζούντα και νότια την Αμάσεια - Κολώνεια - Σεβάστια.
Η ύπαρξη στρατιωτών από τον Πόντο καταφαίνεται και από το γεγονός, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς εγκατέστησε στην Κρήτη ομάδες από στρατιώτες προερχόμενους από τα ασιατικά Θέματα του Πόντου για να ενισχύσει τον χριστιανικό πληθυσμό.
Ο απειροπληθής στόλος, αν όφειλε να πιστεύσει κανείς μερικές υπερβολικές μαρτυρίες όπως του Μαγίστρου Συμεών, ανήρχετο σε 3300 πάσης τάξεως πλοία, δηλ. 2.220 χελάνδια και 1100 δρόμωνες.
Τα πλοία που τα καθιστούσε απείρως φοβερά για τους Σαρακηνούς, ήταν τα τρομακτικά ΄΄πυροφόρα πλοία΄΄ με το ιδιάζον μηχάνημα που εξεμούσε πυρ κατά πλοίων και ανθρώπων με καταχθόνιο μείγμα που εχύνετο σε είδος πύρινης και θανατηφόρου βροχής και προκαλούσε φρικώδη φόβο.
Ο εθνικός των Ρώσων ιστοριογράφων, αφηγείται: ΄΄Οι Έλληνες έχουσε πυρ προσόμοιον τη αστραπή του ουρανού εκσφενδονίσαντες αυτό καθ’ ημών κατέκαυσαν ημάς, του δ’ ένεκα δεν ηδυνήθημεν να νικήσωμεν αυτούς΄΄.
Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ
Στην εποχή του δραστήριου αυτοκράτορα Ρωμανού ΙΙ(959-963) η ΄΄θεόλεστος΄΄ Μουσουλμανική Κρήτη ανακατελήφθηκε από τον Δομέστικο Νικηφόρο Φωκά.
Η επιτυχημένη αυτή εκστρατεία σύμφωνα με τον χρονικογράφο Θεοφάνη Κοντινουάτο έλαβε χώρα ΄΄μηνί Ιουλίου ινδικτιώνος Πέμπτης΄΄ δηλαδή τοποθετείται στο τέλος Ιουλίου 960.
Οι πληροφορίες για την εκστρατεία αυτή δυστυχώς είναι μονομερείς στηριζόμενες σε βυζαντινές πηγές.
Η σύνθεση του στρατού του Νικηφόρου Φωκά στον οποίο συμμετείχε μεγάλος αριθμός Αρμενίων, Ρώσσων και Σλάβων καθώς και η προπαρασκευή, ήταν γνωστή, εκτός από την περιοχή απόβασης του στρατού και την άμυνα των Μουσουλμάνων της Κρήτης.
Ο Θεοφάνης Κοντινουάτος αναφέρει ότι τα πλοία του Νικηφόρου Φωκά ήταν 700 και ο στρατός των Βυζαντινών ανήρχετο σε 72.000 από τους οποίους 5.000 ιππείς, αλλά ο αριθμός αυτός θεωρείται υπερβολικός.
Ένα προσφάτως ανακαλυφθέν απόσπασμα από τη Ζωή του Αθανασίου Αθωνίτη μειώνει τον αριθμό των πολεμικών πλοίων στο ρεαλιστικό αριθμό των 250.
Στρατιωτικός ηγέτης υπεύθυνος για τον τεράστιο βυζαντινό στόλο ήταν ο μέλλων αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς που την περίοδο εκείνη ήταν Δομέστικος του στρατού της Ανατολής.
Οι βυζαντινές πηγές είναι βαθειά διηρημένες για την αμφιλεγόμενη μεγάλη προσωπικότητα του Νικηφόρου Φωκά. Η εξωτερική του παράσταση, η λιτότητα, οι πολιτικές απόψεις, εξήψαν βαθιά μια φλόγα αηδίας και μίσους αριθμού βυζαντινών συγγραφέων (Σκυλίτζης, Ζωναράς κ.ά.). Από την άλλη πλευρά και από αριθμό άλλων συγγραφέων η στρατιωτική του ευφυΐα έσωσε το Βυζάντιο από μεγάλους εχθρούς, τους Μουσουλμάνους της Κρήτης, και ενέπνευσε μεγάλο ενθουσιασμό γι’ αυτόν.
Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Φωκά εικονογραφείται πλήρως από τις δραστηριότητές του στην Κρήτη. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Χάνδακα (Ηράκλειο) σε μια ωμή έκρηξη του παραλόγου χιούμορ, εκσφενδόνισε ένα γάιδαρο στους πεινώντες Μουσουλμάνους στρατιώτες χρησιμοποιώντας τις πολιορκητικές μηχανές. Αλλά μετά την κατάληψη της πόλης φιλόπονα προσπάθησε να περιορίσει τους στρατιώτες του από τον φόνο των αιχμαλώτων.
Η γενναία συμπεριφορά του Νικηφόρου Φωκά απεικονίζεται και από δύο επεισόδια. Στο πρώτο έπιασε και μετακίνησε με τα χέρια του μια βαριά πέτρα που έρριξαν οι Άραβες στο μέσο του στρατού του. Στο δεύτερο στάθηκε σταθερά ενάντια σ’ ένα γιγαντόσωμο Άραβα τον οποίο εφόνευσε με ένα μόνο πλήγμα του σπαθιού του.
Το δρομολόγιο του Νικηφόρου Φωκά περιγράφεται από το σταδιοδρομικόν και ο χώρος απόβασης της στρατιάς του φαίνεται να είναι στην αμμώδη ακτή του Αλμυρού δυτικά του Χάνδακα (Κάντια και τώρα Ηράκλειο). Εκεί ο Φωκάς έκανε οχυρωματικά έργα, εγκατέστησε το επιτελείο του και με επιμέλεια σχεδίασε την ανακατάληψη του νησιού.
Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ως σημείο απόβασης τη θέση Φοινίκια και τα κείμενα αναφέρονται στη Ζωή του Αθανασίου Αθωνίτη. Η Ζωή αναφέρει, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε πρώτα τη νησίδα Δίας κι από κει εξαπέστειλε κατασκόπους και με ευφυές στρατήγημα κατέλαβε την Κρήτη.
Τα στρατιωτικά εγχειρίδια του δέκατου αιώνα μας προσφέρουν ολοκληρωμένη περιγραφή για τη Βυζαντινή στρατιωτική τακτική που εφαρμόσθηκε την περίοδο αυτή, όπως η επιτήδεια και ευφυής στρατηγική του Νικηφόρου Φωκά.
Οι βυζαντινοί έκαναν περιορισμένη χρήση υπονόμευσης και υγρού πυρός για να καταστρέψουν τα τείχη του Χάνδακα. Η πραγματική χρήση εγίνετο μόνο από τη θάλασσα, όπως αποδεικνύεται και από το βυζαντινό εγχειρίδιο ΄΄Τειχομαχία΄΄.
Οι Άραβες τον δέκατον αιώνα ήταν γνωστοί για την προχωρημένη τειχομαχία τους.
Ιδού μερικές περιγραφές:
΄΄Τοις μαγγάνοις βάλλοντες εις βάθρον πέτρας... οι Κρητικοί΄΄ (Θεόδωρος Διάκων), ΄΄των δε πετροβόλων βάρη θαμινά των λίθων επαφιέντων, ευπετώς οι βάρβαροι ανεστέλλοντο΄΄ (Λέων Διάκονος).
Στη συνέχεια ο Φωκάς ανήγειρε νέον τείχος που ονομάστηκε τέμενος.
Η μόνη σοβαρή καθυστέρηση του Φωκά ήταν η ήττα και ο θάνατος του Παστίλα στρατηγού των Θρακών οι οποίος αιφνιδιάστηκε και εκμηδενίστηκε. Οι ανάγκες του βυζαντινού στρατού για εφοδιασμό καλύφθηκαν χάρη στις προσπάθειες του Ιωσήφ Βρίγγα και ιδίως το βαρύ χειμώνα του 960-961.
Ο Άραβας Nuwayri εξογκώνει τον αριθμό των φονευθέντων σε 200.000 και ότι η σφαγή έγινε αντίθετα με τις οδηγίες του Νικηφόρου Φωκά, που απαγόρευσε τον βιασμό των γυναικών: ΄΄και τούτο της σης προσταγής, εκηπτοκράτορ μη προς γυναίκες πορνικώς καθυβρίσαι...΄΄ (Θεόδ. Διάκονας).
Η εκστρατεία κατά της Κρήτης είχε προετοιμαστεί πολιτικά και διπλωματικά. Οι βασιλείς της Μουσουλμανικής Ισπανίας Αβδάν - Ραχμάν ΙΙΙ (912-961) και Hakam (961-976) δηλ. πριν και μετά την κατάληψη της Κρήτης είχαν σε υψηλό σημείο εγκάρδιες σχέσεις με τον Νικηφόρο Φωκά. Η δραστική αλλαγή της πολιτικής της Αιγύπτου θεωρείται η μεγίστη δικαιολογία για την πτώση της Κρήτης.
Μερικοί άλλοι καταλυτικοί παράγοντες για την πτώση της Κρήτης ήταν η ειρηνική περίοδος με την Βουλγαρία και ως εκ τούτου δεν υπήρχε φόβος δευτέρου μετώπου.
Ενώ λοιπόν ο Νικηφόρος Φωκάς υπηρετούσε ως στρατηγός του Ρωμανού ΙΙ, προετοίμαζε τον δρόμο με την δόξα της στρατιωτικής νίκης για να ανέλθει στο θρόνο του Βυζαντίου. Δυστυχώς όλα τα έγγραφα για τα 137 χρόνια παρουσίας των Μουσουλμάνων στην Κρήτη κατεστράφησαν και τα πολύτιμα είδη μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Το Εμιράτο της Κρήτης γενικά θεωρείται ως ένα μουσουλμανικό κρατίδιο και όχι απλό ορμητήριο πειρατών.
Ο Μιχαήλ Ατταλειώτης αφηγείται ότι δεν υπήρχε λιμένας στο χώρο της απόβασης και «ενώ οι βυζαντινοί τοξότες και σφενδονήτες ανάγκαζαν τους Άραβες να απομακρύνονται της ακτής, οι μεγαλύτεροι των δρομώνων εξωθήσαν δια κωπηλασίας επί της όχθης• αυθωρεί δε ηνοίχθησαν αι θύραι αυτών και επικλινείς σανίδες διετέθησαν πάραυτα».
Η περιγραφή θυμίζει την απόβαση επί της ευρωπαϊκής ηπείρου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Το δρομολόγιο του Νικηφόρου Φωκά είναι 792 μίλια, αρχίζει από την Κωνσταντινούπολη - Ηράκλεια - Άνυδος - Φυγέλα (Κουσάντασι) - νησί Δία - Χάνδαξ.
Στα πλαίσια της προπαρασκευής της εκστρατείας του Νικηφόρου Φωκά, ιδιαίτερη σημασία είχε μεταξύ των άλλων λαών και η επιλογή Ποντίων μαχητών καθώς και Ποντίων πνευματικών ανθρώπων.
ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ
Στην περιοχή του Πόντου το ελληνικό φρόνημα, η μαχητικότητα, οι πολεμικές αρετές ήταν σε ακμή την περίοδο του φεουδαρχισμού στην αυτοκρατορία. Διατηρήθηκε η μορφή της μικρής αγροτικής καλλιέργειας και το αυτοκρατορικό καθεστώς τους πρόσφερε ατέλειες και οικονομικά κίνητρα για την καθήλωση του πληθυσμού στην Περιοχή ώστε να αποτελέσει το θώρακα της αυτοκρατορίας απέναντι στους πολυάριθμους εχθρούς. Υπήρχαν οι ένοπλοι καλλιεργητές στα λεγόμενα στρατιωτόπια που υπεράσπιζαν αποφασιστικά τα μικρά ατομικά κτήματα και επιστρατεύοντο άμεσα σε ώρα πολέμου.
Η στρατηγική σημασία του Πόντου φαίνεται, όταν από τον 5ο αιώνα στάθμευε η Legio Prima Pontica (Πρώτη Ποντιακή Λεγεώνα) και το αντελήφθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Απόηχος των πολεμικών αρετών, θρύλων και παραδόσεων βρίσκεται στο ακριτικό δημοτικό τραγούδι ΄΄Βασίλειος Διγενής Ακρίτας΄΄ (Το πρώτο χειρόγραφο ανακαλύφθηκε στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά το 1873 από τον Πόντιο ιστορικό Σάββα Ιωαννίδη).
Την ιστορική εποχή του 10ου αιώνα εμφανίζονται δύο μεγάλες πνευματικές μορφές στον Πόντο που δημιουργούν ένα θρησκευτικό και πνευματικό υπόβαθρο για όλο τον ελληνισμό: Πρόκειται για τον Αθανάσιο Αθωνίτη και τον Νίκωνα τον Μετανοείτε που ήταν και οι δύο φίλοι και ευνοούμενοι του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, που είχε αναχωρητική διάθεση.
Όταν το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς εκστράτευσε στην Κρήτη κάλεσε τον φίλο του Αθανάσιο να στηρίξει το φρόνημα του στρατού με τις ευχές και τις συμβουλές του. Ο Νικηφόρος Φωκάς για ανταμοιβή του έργου στην απελευθέρωση της Κρήτης, έστειλε μεγάλο μέρος από τα λάφυρά του για να χτίσει, όπως και έγινε, στα 963, τη Μεγίστη Λαύρα, το πρώτο και μεγαλύτερο Μοναστήρι του Άθω.
Τον ίδιο χρόνο ο Νικηφόρος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Το 971 επί Ιωάννου Τσιμισκή ο Αθανάσιος συνέταξε τον πρώτο καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους, το Τυπικόν ή Κανονικόν της μοναστικής Πολιτείας τον ΄΄τράγο΄΄ όπως ονομάστηκε διότι γράφηκε πάνω σε δέρμα τράγου και σήμερα φυλάσσεται στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ο Νίκων ο Μετανοείτε έχει ξεχωριστή δράση στην Κρήτη το 961, προσκαλεσμένος από τον Νικηφόρο Φωκά, συχνά επαναλάμβανε την λέξη ΄΄μετανοείτε!΄΄, επανέφερε τους εξισλαμισμένους Κρητικούς στη χριστιανική πίστη και συνέβαλε στη μόρφωση των κληρικών του νησιού. Για όλα αυτά οι Κρητικοί συγκαταλέγουν τον Νίκωνα ανάμεσα στους αγίους τους.
ΟΙ ΕΚ ΠΟΝΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΚΟΜΝΗΝΟΙ ΚΑΙ Η ΚΡΗΤΗ
Η Κρήτη παρέμεινε στο Βυζάντιο δύο περιόδους.
Η Α’ Βυζαντινή Περίοδος αρχίζει με την ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 323 και διαρκεί μέχρι το 823 με την κατάληψή της από τους Σαρακηνούς, δηλ. 500 έτη. Η Βυζαντινή Περίοδος αρχίζει με την ανάκτηση της Κρήτης το 961 και διήρκεσε μέχρι το 1204 που παραχωρήθηκε στους Ενετούς.
Εκτός από την συμμετοχή Ποντίων μαχητών στην εκστρατεία για την ανάκτηση της Κρήτης, η διασύνδεση της Κρήτης με τον Πόντο εντείνεται κατά την Β’ Βυζαντινή Περίοδο επί της δυναστείας των Κομνηνών, που ήσαν διάδοχοι του Ν. Φωκά με ιδρυτή τον Μανουήλ Κομνηνό από την Κασταμώνα της Παφλαγονίας του Πόντου.
Από τον γενάρχη αυτόν αναδείχθηκαν οκτώ αυτοκράτορες και δέκα οκτώ Βασιλείς.
Αιτία του εποικισμού της Κρήτης από τους Βυζαντινούς ήταν ο δια πυρός και σιδήρου από τους Μουσουλμάνους αφανισμός του χριστιανικού πληθυσμού για να αλλαξοπιστήσουν. Όσοι αρνούνταν, οδηγούνταν στα κάτεργα.
Η Κρήτη το 800 είχε περίπου 300.000 χριστιανούς κατοίκους και έμειναν 30.000 κατά την απελευθέρωση από τον Νικηφόρο Φωκά. Ο πρώτος εποικισμός έγινε από τα στρατεύματα του Ν. Φωκά από το Θέμα Αρμενιακό και Θέμα Χαλδίας του Πόντου και ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε εκ Πολεμονιακού Πόντου έμεινε 7 χρόνια στην Κρήτη και έγινε άγιός της.
Ο εποικισμός της Κρήτης έγινε κυρίως επί Αλεξίου Β’ Κομνηνού το 1182 και επί Ισαακίου Αγγέλου το 1185, όταν εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη αρχικά 12 ευγενείς ΄΄Αρχοντόπουλα μετά των οίκων αυτών΄΄ κατά το διασωθέν Χρυσόβουλο.
Οι αναφερόμενοι ευγενείς που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη ήσαν: 1. Φωκάς, 2. Γαβαλάς, 3. Σκορδίλης ανεψιός του Αυτοκράτορα και Μέγας Στρατάρχης, 4. Αρχολέων, 5. Χορτάτζης, 6. Μουσούρος, 7. Βαρούχας, 8. Μελισσινός, 9. Λίθινος, 10. Αργυρόπουλος - Αγιοστεφανίτης, 11. Βλαστός, 12. Καλαφάτης με 2-8 μέλη συγγενικά έκαστος.
Όλοι αυτοί προέρχονται από συνοικίες της Κωνσταντινούπολης ονομαζόμενες από τις εκκλησίες. Σε ΄΄ορισμό΄΄ του 1185 καταχωρούνται οι περιοχές που εκχωρήθηκαν ως τιμάρια στα ΄΄Αρχοντόπουλα΄΄.
Στην περίοδο 1185-1204 έγινε η επαναφορά στο ΄΄κλίμα του Βυζαντίου΄΄ και υπάρχουν πολλά κοινά σημεία που δείχνουν την διαδικασία της επικοινωνίας και των δεσμών.
— Οι αρχικοί έποικοι ήταν συγγενείς και πιστοί υπήκοοι των Κομνηνών Αυτοκρατόρων που προήρχοντο από τον Βυζαντινό Πόντο. Αυτό συνάγεται από ιστορικά και λαογραφικά δεδομένα:
— Από πλήθος των παραγωγών οικογενειών και τις συγγένειες με εντόπιους. Διατήρηση βυζαντινών ονομάτων σε οικογένειες.
Διατήρηση βυζαντινών τοπωνυμίων Κασταμονίτσα, Σκαρδίλω, Σκορδιλιανά, Σκορδιλοκαλλιεργιανά, Λιθίνες, Τραπεζόντα, Μονσούρω.
Η επίδραση των τραγουδιών του Ακριτικού κύκλου, άσματα που τραγουδιούνται από τις εσχατιές της Καππαδοκίας μέχρι τα Ιόνια νησιά και από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη και Κύπρο.
Τοπικός εποικισμός όπως φαίνεται από τα τοπωνύμια. Αρμένοι, Βαρβάροι, Σκλαβοπούλα.
Από τα ριζίτικα τραγούδια.
Τοπωνύμια χωριών από βυζαντινές οικογένειες: Αβδραβάστοι, Δραγγάροι, Μορώνη, Βόϊλα, Αρώνη, Σωκάρα, Καμηλάρι, Γερακάρι, Μαγκασά, Στραβοδοξάρι, Φουρφουρά, Δαράτσο, Κατσιδώνη, Μαργαρίτες κ.ά. Από τα αλληγορικά τραγούδια φαίνεται η ψυχή του Κρητικού με κορυφαίο δημοφιλές τραγούδι ΄΄Πότες θα κάνει ξαστεριά...΄΄ ξεκινημένο από τη βυζαντινή εποχή και είναι φανερή η προέλευση, η συγγένεια των συγχρόνων τραγουδιών με την παλαιότερη βυζαντινή εποχή που εκφράζουν κατά κύριο λόγο τον ίδιο λαϊκό πολιτισμό και ο Πόντιος τραγουδά το ΄΄Έναν άστρεν εξέβεν΄΄.
Υπάρχουν προφανώς ομοιότητες της Κρητικής λύρας προς την Ποντιακή καθώς και στην ενδυμασία με την χαρακτηριστική Παρουσία μεγάλου μαχαιριού στη μέση.
Κατά τον 14ο αιώνα με την εξάπλωση των Τούρκων στη Μ. Ασία και τη Βαλκανική, πολλοί Έλληνες άφηναν τα μέρη που είχαν ζήσει και κατέφευγαν σε μέρη που ήταν υπό την ελληνική επήρεια ή τη βενετική διοίκηση. Αυτό συνέβη σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας και του Πόντου για τον οποίο και θα αναφερθούμε.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και της Τραπεζούντας το 1461 από τον Μωάμεθ Β’ έχουμε μετανάστευση προς την Κρήτη όπου η διοίκηση της Βενετίας εξασφάλιζε τους πολίτες από την Τουρκική εισβολή.
Χαρακτηριστικά είναι όπως αναφέραμε στην αρχή, το χωριό Τραπεζόντα στην περιοχή Σητείας και ο γνωστός για τη φιλολογική του δραστηριότητα στην Ιταλία Γεώργιος Τραπεζούντιος.
Ανάλογη προέλευση με την Τραπεζόντα Σητείας είναι η προέλευση του τοπωνυμίου Κασταμονίτσα.
Το 1414 με έγκριση της Βενετικής Δημοκρατίας μετανάστευσαν από την Τραπεζούντα 880 οικογένειες και εγκαταστάθηκαν στην Τραπεζόντα Σητείας.
Ο ιστορικός Joinville (1305) ονομάζει την Τραπεζούντα “La profonde Grece’’ (Η βαθειά Ελλάδα).
Το 961 άρχισε η εκστρατεία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά για την απελευθέρωση της Κρήτης, την οποία με τα σημερινά στρατιωτικά δεδομένα θα την ονομάζαμε αποβατική εκστρατεία.
Ήταν γενικά ένα στρατιωτικό και ειδικά ένα ναυτικό επίτευγμα περιωπής, αντικείμενο μελέτης των στρατιωτικών συγγραφέων.
Το 1922 δηλ. ύστερα από 961 χρόνια, έγινε μια άλλη αποβατική εκστρατεία των Ελλήνων στην Ιωνία που κατέληξε στην μεγαλύτερη καταστροφή της σύγχρονης ιστορίας και την συρροή του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού στην πάτρια γη της Ελλάδας.
Στην Κρήτη μετά την μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν 33.900 πρόσφυγες και λίγοι Πόντιοι. Ύστερα από 961 χρόνια δηλ. το 1922 ολοκληρώθηκε ένας ΄΄κύκλος του Ελληνισμού΄΄ που αρχίζει το 961 με την εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά για την απελευθέρωση της Κρήτης και κλείνει το 1922 όταν οι Κρήτες ανάμεσα στους άλλους Έλληνες ανταπέδωσαν την αγάπη με τη φιλοξενία των προσφύγων και των Ποντίων στην πάτρια γη, αφού συνέβαλαν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και με το αίμα των Κρητών, για να εγκατασταθούν οι αδελφοί των Κρητών, οι Πόντιοι.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η μεγαλόνησος Κρήτη υπήρξε μια μήτρα από όπου γεννήθηκαν λαμπροί πολιτισμοί που έδωσαν λάμψη στην Ελλάδα και μετά στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Στην αλληλοδιαδοχή των ιστορικών χρόνων μέχρι τις μέρες μας ο λαός της Κρήτης συναντήθηκε με άλλα τμήματα του Ελληνισμού της Διασποράς, όπως του Πόντιου Ελληνισμού που είναι και το θέμα της ομιλίας.
Αιματηρά Παιχνίδια της ιστορίας, ένωσαν τον ΄΄άπω βορειοανατολικό΄΄ Πόντιο Ελληνισμό με τον ΄΄νότιο΄΄ Ελληνισμό της Κρήτης.
Ελληνισμός, πάντα Ελληνισμός, ο ίδιος Ελληνισμός, ο ακατάλυτος δεσμός του Ελληνισμού υπό την σκέπη του Ξένιου Δία και του Χριστού.
Η φυλετική, η εθνογενετική, η γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, οι δεσμοί αίματος, η ιστορική διαδρομή συγκλίνουν και φέρνουν πλησιέστερα τους σύγχρονους συνέλληνες της Κρήτης και του Πόντου για μια στενότερη επαφή με την διαπλάτυνση της «γέφυρας γνωριμίας των Κρητών και Ποντίων. Γ’ αυτό μπορούν να συμβάλλουν και τα δύο υπάρχοντα σωματεία στην Κρήτη, της ΄΄Ένωσης Ποντίων Κρήτης΄΄ στο Ηράκλειο και του ΄΄Ποντιακού Συλλόγου Παναγία Σουμελά΄΄ στα Χανιά.
Είμαι ευτυχής αν θεωρήσουν οι ακροατές ότι συνέβαλα στη δημιουργία, την διεύρυνση αλλά και γνώση για τη ΄΄γέφυρα γνωριμίας΄΄ των Κρητών και Ποντίων.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αναφερόμενοι στους Κρήτες συμπατριώτες μας κρίναμε σκόπιμο να περιλάβουμε το παράρτημα αυτό, τα πολύτιμα στοιχεία του οποίου σταχυολογήσαμε από το βιβλίο του Άρη Πουλιανού ΄΄Η Καταγωγή των Κρητών΄΄.
Στο παράρτημα αυτό υπάρχουν τα κυριώτερα φυλετικά στοιχεία των Κρητών που θα είναι χρήσιμα στον αναγνώστη.
Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η φυλετική είναι ο κλάδος της Ανθρωπολογίας που ασχολείται γενικά με τις φυλές του ανθρώπινου γένους και με τις μορφολογικές ομοιότητες ή διαφορές μιας ομάδας πληθυσμού ή λαού για την εξαγωγή συμπερασμάτων του εθνογενετικού προβλήματος.
Η εθνογενετική έρευνα του λαού της Κρήτης απέδειξε ότι οι Κρήτες κατά τα τελευταία έξι χιλιάδες χρόνια ανθρωπολογικά είναι ο ίδιος λαός μέχρι σήμερα. Μπορεί να άλλαξαν κάποτε γλώσσα, έθιμα και κοστούμια, βασιλιάδες και συστήματα. Μπορεί να δέχτηκαν επιδράσεις διαφόρων πολιτισμών κατά τη μακραίωνη ιστορία τους όμως τον αρχικό πυρήνα τίποτε απ’ όλα αυτά δεν τον αλλοίωσε και οι Κρήτες στην πλειοψηφία τους παρέμειναν ο ίδιος φυλετικός τύπος.
Με την ευκαιρία αυτή ένα γνώρισμα για το ανάστημα των Κρητών: Μέσος όρος αναστήματος ανδρών 1.68 εκατ., γυναικών 1,57 εκ. Οι πιο ψηλοί Κρητικοί ζουν στην περιοχή των Σφακιών με ύψος 1,71 εκατ. και οι κοντοί στο Δυτικό Λασήθι 1,66 εκατ.
Από τους Σφακιανούς οι πιο ψηλοί είναι οι «καλόσειροι» του χωριού Καλλικράτης που φτάνουν τα 1,75 εκ. και οι ΄΄κακόσειροι΄΄ φτάνουν στα 1,70 εκατ..
Οι πιο χαμηλοί Κρητικοί είναι του οροπεδίου στον Κρούστα που έχουν ύψος 1,63 εκατ.
Οι πιο ψηλές Κρητικές συναντώνται στους Λάκκους, τα Ριζίτικα 1,60 εκ. και στον Καλλικράτη έχουν ανάστημα 1,59 εκ.
Οι Κρητικοί και οι Κρητικές σαν σύνολο έχουν ανάστημα άνω του μετρίου όπως στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και ο γενικός χαρακτηρισμός του ανθρωπολογικού τύπου στην Κρήτη τον κατατάσσει στον Αιγιακό τύπο.
Από τα ανθρωπολογικά στοιχεία, πληθυσμιακών ομάδων, πέρα από τα νησιά που αναφέραμε, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι τα νότια Βαλκάνια (περιοχή Στάρα Ζαγκόρα Βουλγαρίας δίνουν ακριβώς την ίδια εικόνα που έχουμε και στην Κρήτη όμοιο κεφαλικό δείκτη, ίδιο πλάτος προσώπου, ύψος και πλάτος μύτης, χρώμα τριχών και χρώμα ματιών κ.α. Δηλ. από τον Αίμο ως την Κρήτη έχομε ένα ανθρωπολογικό τύπο που αποτελούσε πιο μεγάλη ενότητα την Βαλκανοκαυκασιανή, ενώ δεν έχει καμμιά ομοιότητα με λαούς της Αφρικής.
Ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός στο βιβλίο του ΄΄Η Καταγωγή των Κρητών΄΄ δίνει μια θαυμάσια εικόνα του λαού της Κρήτης:
΄΄Η Κρήτη στάθηκε το χωνευτήρι των προϊστορικών πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου. Τους αφομοίωσε και τους μετουσίωσε κι έδωσε τα δικά της φώτα. Πρώτα στην Ελλάδα, κατόπι σ’ όλη την Ευρώπη κι ύστερα στον άλλο κόσμο.
Η περίοδος των Μινώων την δοξάζει στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Χωρίς την Κρήτη δεν θα είχαμε τις χρυσές Μυκήνες ούτε την κλασική Ελλάδα. Ο πολιτισμός της διατήρησε την λάμψη του σ’ όλους τους αιώνες ακόμη κι όταν την κατακτήσανε σι διάφοροι βάρβαροι.
Άφησε τα ίχνη του αγνά, ατόφια, και στο πιο μακρινό χωριό της... (τα κρητικά είναι) πάντα ελκυστικά και ανθρώπινα. Πάντα από καρδιάς θα σου μιλήσει ο Κρητικός... τη φιλοξενία του, χάρισμα προπατορικό σπάνια τη συναντάει κανείς σ’ αυτό το βαθμό σ’ άλλους τόπους. Όλα απόσταγμα του μακραίωνα πολιτισμού του΄΄.
Πηγή: Β’ παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού 31 Ιουλίου – 7 Αυγούστου 1988, Θεσσαλονίκη.
Αναρτήθηκε από Σύλλογος Βορειοελλαδιτών Σύρου Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010
Τα βάσανα μικρών ανθρώπων. Από τον Εβρο στη Σύρο - Παιδουπόλεις
Η Λίστα του schindler.......Η Λίστα του εμφυλίου
“Σε βλέπω σαν μια αγκαλιά.
Μια αγκαλιά που ζητά να με ξαναπεριλάβει.
Να χωνευτώ μέσα στη ζέστα σου.
Τίποτα δεν πρόλεγε πως ήταν η τελευταία.
Δεν είχες προλάβει να γεράσεις.
Γιατί σήμαινε πως θα ζούσες”.
Από το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού Ο Τρομερός μήνας Αύγουστος
Είναι γεγονός πως η Σύρος είχε πάντα μια ανοιχτή αγκαλιά για τους διωγμένους , από τις πατρογονικές εστίες τους.
Το 1822 , μετά την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους αλλά και τις διώξεις των Ελλήνων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τα Ψαρά και την Κάσο , άνοιξε μια ζεστή αγκαλιά στους πρόσφυγες που ξέφυγαν από τη μανία των Τούρκων
Εδώ στον εν Συρίη βράχο βρήκαν μια φιλόξενη γη και έστησαν το σπιτικό τους και συνέχισαν τη ζωή τους , φέρνοντας στο νέο τόπο τον πολιτισμό τους, τις τέχνες, τα γράμματα. φτιάχνοντας το αστικό λεγόμενο θαύμα , την Ερμούπολη , μια πόλη γεμάτη ζωή και πλούσια κτίρια , εκεί που νωρίτερα υπήρχε άγονο έδαφος και ορισμένα χαμόσπιτα και αποθήκες.
Έναν αιώνα μετά το 1922 η Ερμούπολη ανοίγει με τη σειρά της τη δική της αγκαλιά , όπου ακουμπούν τις ελπίδες και τα όνειρά τους οι ξεριζωμένοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.
1948 , τα παιδιά του Bella Ciao , τα παιδιά του εμφυλίου ,τα παιδιά του Εβρου βλέπουν την Ερμούπολη σαν μια αγκαλιά και ζητούν να χωνευτούν μέσα στη ζεστασιά της.
Το να είσαι παιδί και να ζεις στις παιδουπόλεις του εμφυλίου ομολογουμένως είναι μια εμπειρία που σίγουρα δεν το χωρά ανθρώπου νους. Όταν πριν από καιρό , κάνοντας μια ραδιοφωνική εκπομπή , βρέθηκε στα χέρια μου το υλικό που είχε στην κατοχή του ο κ. Δ. Χάλαρης για τα παιδιά της ιδιαίτερης πατρίδας μου , τα παιδιά από τον Εβρο , σκέφθηκα πως το πολύτιμο αυτό υλικό δεν θα έπρεπε να χαθεί. Ο Θανάσης, ο Χρήστος , ο Αποστόλης, ο Γιάννης , πρωταγωνιστές οι ίδιοι έπρεπε να βρουν φωνή και να πουν τη δική τους ιστορία , σε μας τους νεότερους για να μαθαίνουμε , να γνωρίζουμε και να μη ξεχνάμε.. Γιατί ο θάνατος. μπορεί να είναι το τέλος της ζωής , η λήθη όμως είναι το τέλος της ύπαρξης. Αν σε ξεχάσουν όλοι είναι σαν να μην υπήρξες.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον κ. Χάλαρη για την αφιλοκερδή παραχώρηση του υλικού στο σύλλογό μας και το Νομάρχη Εβρου κ. Νικόλαο Ζαμπουνίδη για το μεγάλο του ενδιαφέρον να στηριχθεί οικονομικά από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Εβρου η έκδοση του βιβλίου .
Υποπλοίαρχος (ε.α.)
Ουρανία Πανταζή Π.Ν.
Πρόεδρος του Συλλόγου Βορειοελλαδιτών Σύρου
Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010
Χρήστος Τσούντας : Μια Θρακιώτικη σκαπάνη
ανακαλύπτει τον Κυκλαδικό Πολιτισμό
Τα πρώτα βάσιμα σημάδια ζωής στη Σύρο, έγιναν γνωστά από την αρχαιολογική έρευνα και ανάγονται στο τέλος της νεολιθικής περιόδου και στην αρχή του χαλκού (4000 - 3000 π.Χ.).Τοποθεσίες που κατοικήθηκαν τότε είναι η χερσόνησος «Χοντρά» και η θέση «Κοσκινάς» περιοχής της Βάρης καθώς και η θέση «Αγ. Θέκλα» πάνω από το χωριό Χρούσα. Μεταγενέστερα σημάδια ζωής βρέθηκαν στο «Σα Μιχάλη» της απάνω μεριάς μέχρι που φτάνουμε στην περίφημη περίοδο του Κυκλαδικού πολιτισμού (3200 - 2000 π.Χ.)
Την 3η χιλιετία π.Χ., αναπτύσσεται στον κυκλαδικό χώρο ένας από τους 5 μεγάλους πολιτισμούς του κόσμου, ο περίφημος Κυκλαδικός πολιτισμός που διεθνώς έχει ονομαστεί από τους ειδικούς: «Ο Πολιτισμός Κέρου-Σύρου».
Η Κέρος , όπως φαίνεται στο βάθος από τα Κουφονήσια
Η Κέρος είναι ένα μικρό ακατοίκητο νησί κοντά στην Αμοργό. Η Σύρος, όπως και τα περισσότερα , αναδύεται από τη θάλασσα σε μορφή γυμνών και απότομων βράχων.Το όνομα της Σουρ ή Οσούρα ή Σύρα σημαίνει βραχώδης.
Ενδείξεις έχουμε σε ευρεία κλίμακα στις περιοχές του νησιού «Χαλανδριανή» και «Καστρί» της απάνω μεριάς, όπου ανακαλύφθηκαν νεκροταφεία και οικισμός αντίστοιχα της πρωτοκυκλαδικής εποχής. Κατά αυτήν την περίοδο παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού στο νησί. Ευρήματα των δύο τοποθεσιών αποκαλύπτουν στοιχεία ζωής γεωκτηνοτρόφων και ψαράδων, με έντονη πολιτιστική δημιουργία και συνεχώς αυξανόμενες σχέσεις με τον έξω κόσμο. Έχουμε δημιουργία οχυρωμένων οικισμών σε περιοχές πρόσφορες για καλλιέργεια και κοντά στη θάλασσα.
Στον Όμηρο στο έπος Οδύσσεια γίνεται για πρώτη φορά γνωστή η Σύρος. Όταν ο Οδυσσέας μετά τον Τρωικό πόλεμο γυρίζει στην Ιθάκη, θέλοντας να δει την κατάσταση που επικρατεί στο βασίλειο του μεταμορφώνεται σε ζητιάνο και επισκέπτεται το πιστό του χοιροβοσκό Ευμαίο. Για να είναι πιο πειστικός τον ρωτά σαν ξένος από που είναι και ο Ευμαίος του απαντά:
Συρίη λένε το νησί-αν το χεις ακουστά σου - στην Ορτυγία πιο ψηλά στο γύρισμα του ήλιου,
όχι πυκνοκατοίκητο, μα καρποφόρο μέρος, βοσκότοπο, πολύσταρο μ’ αμπέλια και κοπάδια.
Πείνα ποτέ δεν έπεσε στη Χώρα μήτε αρρώστια κακή, που τους ταλαίπωρους θερίζει ανθρώπους
Μα σαν γεράσουν των θνητών οι φάρες, τότε ο Φοίβος θάρθει ο αργυροδόξαρος κι Άρτεμη μαζί του και με πυκνές σαΐτες τους, τους γλυκοθανατώνουν.
Δυο πολιτείες είναι εκεί κι όλα σε δυο μοιράζουν κι είχανε τον πατέρα μου κι οι δυο για βασιλιά των, τον Κτήσιο του Ορμένου γιό, με τους θεούς παρόμοιο
Οι πληροφορίες του Όμηρου για το νησί ήταν σωστές αφού τις επιβεβαιώνει απόλυτα η αρχαιολογική σκαπάνη του Χρήστου Τσούντα. Δυο στοιχεία επιβεβαιώνουν τα λόγια του Όμηρου για το ότι αυτή η Συρίη είναι η Σύρος. Το πρώτο είναι η γεωγραφική της θέση - Δυτικά της Ορτυγίας δηλαδή της Δήλου δεν υπάρχει άλλο νησί παρά μόνο η Σύρος. Το δεύτερο που είναι πράγματι συγκλονιστικό, είναι ότι από τις ανασκαφές ήρθε στο φως όστρακο (δηλαδή κομμάτι πηλού) που είχε την επιγραφή «Κτησίας Ορμενού» - Δηλαδή το όνομα του βασιλιά που αναφέρει ο Όμηρος δια Ευμαίου.
Στο τέλος του περασμένου αιώνα ο μεγάλος Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας κάνει ανασκαφές στη Σύρο και φέρνει στο φως το καλλίτερο και το πιο χαρακτηριστικό δείγμα οργανωμένου, πλούσιου και πολυάνθρωπου συνοικισμού κοντά στη θάλασσα, με τεχνητή και φυσική οχύρωση στη κορυφή του λόφου Καστρί και με εκτεταμένο νεκροταφείο που βρέθηκε στη Χαλανδριανή. Η περιοχή είναι βορειοανατολικά της Σύρου απέναντι από την Τήνο και δυτικά της Δήλου.
Ο οικισμός Καστρί κτίστηκε στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής II περιόδου στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου, όχι μακριά από τη θάλασσα. Η έκτασή του υπολογίζεται σε 3,5 έως 5 στρέμματα, όμως η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως τμήμα μόνο του οικισμού. Περιλαμβάνει μικρά λιθόκτιστα κτήρια με ορθογώνια ή καμπυλόγραμμη κάτοψη (αψιδωτά, σχήμα D), τα οποία αποτελούνται από ένα ή δύο δωμάτια. Είναι πυκνοκτισμένα και χρησιμοποιούν εν μέρει κοινούς τοίχους σχηματίζοντας κτιριακές συστάδες, οι οποίες διαχωρίζονται από στενούς ακανόνιστους δρόμους και μικρούς, ανοιχτούς κοινόχρηστους χώρους. Εκτός από την ακρόπολη Καστρί ο Χρ. Τσούντας έφερε στο φως πλούσια κτερίσματα που δίνουν μια εικόνα της καλής οικονομικής κατάστασης των κατοίκων.
O οικισμός προστατεύεται από οχυρωματικό περίβολο, πάχους περίπου 2 μέτρων. Eίναι κτισμένος, όπως και τα σπίτια, από ακατέργαστες πέτρες μικρού και μεσαίου μεγέθους. Στο εσωτερικό του τείχους εφάπτονται μερικά από τα σπίτια του οικισμού, ενώ εξωτερικά ενισχύεται από έξι, αραιά κτισμένους, πεταλόσχημους πύργους. Σε μικρή απόσταση από αυτούς και σε παράλληλη διάταξη με το τείχος υπάρχει λίθινο προτείχισμα, πάχους περίπου 1 μέτρου, το οποίο δυσχεραίνει την άμεση πρόσβαση προς το εσωτερικό του οικισμού. Όμοια συστήματα οχύρωσης είναι γνωστά από σημαντικά πρωτοαστικά κέντρα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στο Αιγαίο, όπως τη Θερμή Λέσβου (φάση V), τη Λέρνα Aργολίδας (φάση ΙΙΙC) και την Αίγινα V (2200-2050 π.Χ.), τα οποία έχουν εντατικές επαφές με τις Κυκλάδες την περίοδο αυτή. Οχυρωμένοι είναι, εκτός από το Καστρί, και οι σύγχρονοι με αυτό οικισμοί στον Κύνθο Δήλου, τον Πάνορμο Νάξου και τη Μαρκιανή Αμοργού.
Η θέση του οικισμού στον απόκρημνο λόφο, η πυκνή διάταξη και ο πρόχειρος τρόπος δόμησης των σπιτιών, κυρίως όμως η οχύρωση αρκετών γνωστών, σύγχρονων με το Καστρί, κυκλαδικών οικισμών υποδηλώνουν την αναγκαιότητα μεγαλύτερης προστασίας τους στο διάστημα 2450/2400-2200/2150 π.Χ. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, καθώς και από τον αναπτυσσόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των ευημερούντων κέντρων των νησιών και της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Τα κέντρα αυτά διατηρούν εντατικές εμπορικές και πολιτιστικές επαφές, ορατές, εκτός από την αρχιτεκτονική, στην κεραμική και τη μεταλλοτεχνία.
Η ανεύρεση στο Καστρί, καθώς και στο Λευκαντί Ευβοίας, κόκκινης και μαύρης στιλβωμένης κεραμικής και αγγείων, όπως το δέττας αμφικύπελλο, προδίδουν έντονες επιδράσεις ή ακόμη και πιθανές μετακινήσεις πληθυσμών από τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια στο κεντρικό Αιγαίο και τα ανατολικά παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το γεγονός ότι ο κασσιτερούχος χαλκός που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των μπρούντζινων εργαλείων που βρέθηκαν στο Καστρί έχει, σύμφωνα με αρχαιομεταλλουργικές έρευνες, την ίδια χημική σύσταση με εκείνον που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή στην Τροία και την Πολιόχνη Λήμνου. Η χρονική αυτή περίοδος είναι γνωστή ως μεταβατική φάση Λευκαντί Ι - Καστρί. Στον οικισμό του Καστριού εντοπίστηκε και εργαστήριο μεταλλοτεχνίας, στο οποίο βρέθηκαν ασημένια, μολύβδινα και μπρούντζινα αντικείμενα, πήλινες χοάνες καθώς και μήτρες διπλής όψεως από σχιστόλιθο, για την κατασκευή εργαλείων και όπλων.
Ένα άλλο αξιόλογο εύρημα είναι τα περίφημα Συριανά κάτοπτρα από σκούρο πηλό που, ως φαίνεται, οι Κυκλαδίτες τα γέμιζαν νερό στη λεία κοίλη εσωτερική τους επιφάνεια και καθρεπτιζόντουσαν.
Έτσι φτάνουμε στο τέλος του Κυκλαδικού πολιτισμού που πεθαίνει γύρω στο 1900 π.Χ. Ήταν ένας πολιτισμός από τους πιο ιδιότυπους και ζωντανούς της απώτερης πολιτιστικής ιστορίας της Ελλάδας. Η εποχή « Κέρος - Σύρος » που μεγαλούργησε για 2 χιλιετίες περίπου, χάνεται στα βάθη της προϊστορίας. http://www.archetai.gr/media/PDF/X/424.pdf
Ποιος ήταν ο Χρήστος Τσούντας
Η Θράκη σεμνύνεται για δύο από τα παιδιά της , πρωτοπόρους και κορυφαίους αρχαιολόγους, που τίμησαν την επιστήμη τους και άνοιξαν καινούργιους δρόμους στην Αρχαιολογία και στη σπουδή της, σε πανεπιστημιακό επίπεδο, πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην Ελλάδα, αλλά λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε, δεν κατόρθωσαν να αγγίξουν με την σκαπάνη τους τη Θρακική γη, που τους γέννησε. Πρόκειται για τον Αδριανουπολίτη Στέφανο Κουμανούδη και τον Στενηματίτη Χρήστο Τσούντα.
Ο Χρήστος Τούντας , ο μεγάλος Θραξ αρχαιολόγος με παγκόσμια αναγνώριση και ανεκτίμητη προσφορά στην μελέτη της ελληνικής Αρχαιότητας, ή Χριστόδουλος όπως τον προσφωνούσαν στη γενέτειρά του, γεννήθηκε το 1857 στη Στενήμαχο της Βόρειας Θράκης, το σημερινό Ασσένοβγκραντ, νότια της Φιλιππούπολης. Τα πρώτα γράμματα, τα έμαθε στην πατρίδα του Στενήμαχο, ονομαστή για τα παράτολμα και γενναία παλικάρια της, αλλά συνέχισε και ολοκλήρωσε ως μαθητής γυμνασίου, τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα. Μετά πήγε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια έκανε μετεκπαίδευση στη Γερμανία.
Όταν έκλεισε ο κύκλος των σπουδών του δούλεψε επί ένα χρόνο σαν καθηγητής στα ονομαστά Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, γνωστά δημιουργήματα της φιλογένειας του πάμπλουτου Έλληνα της Κωνσταντινούπολης Γεωργίου Ζαρίφη. Στη συνέχεια, το 1882, κατόρθωσε αρχικά να διορισθεί Έφορος Αρχαιοτήτων της Αρχαιολογικής Εταιρείας και τον επόμενο χρόνο, της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στη θέση αυτή παρέμεινε έως το 1904, όταν εξελέγη καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Δίδαξε έως το 1924 και στη διετία 1926-1927 δίδαξε στο νεοϊδρυθέν Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης θέλοντας να το στηρίξει έμπρακτα. Το 1926 ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Ακαδημίας Αθηνών. Υπήρξε μέλος του διοικητικού Συμβουλίου της Αρχαιολογικής Εταιρείας κατά τα έτη 1918-1920 και γραμματέας της κατά τα έτη 1909-1911.
Ο Χρ. Τσούντας απέκτησε μεγάλο κύρος, από τις πρώτες ανασκαφές που έκανε στην Ακρόπολη αρχίζοντας από το 1884 και σε άλλα μνημεία της Αθήνας. Επόπτευσε επίσης το ανασκαφικό έργο, που έγινε υποθαλασσίως στο βυθό του Στενού της Σαλαμίνας. Εποχή άφησαν οι ανασκαφές που έκανε στην Ερέτρια. Το 1886 έκανε και ανασκαφές στις Μυκήνες, όπου είχε προηγηθεί ο Σλήμαν και ο Έλληνας αρχαιολόγος Σταματάκης. Αυτές οι ανασκαφές του Τσούντα, κράτησαν έως το 1910 και απέδωσαν σημαντικά ευρήματα. Μεταξύ αυτών και η μοναδική μυκηναϊκή κεφαλή από ασβεστοκονίαμα, που εναπόκειται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Ο Θραξ αρχαιολόγος έκανε σπουδαίες ανασκαφές και στην Τανάγρα το 1877, στη Λακωνία το 1889 και το 1891. Αργότερα μελέτησε τον Κυκλαδικό Πολιτισμό, όπου σε πολλά νησιά (Σίφνο, Σύρο, Πάρο, Αντίπαρο και Αμοργό και στην ερημονησίδα Δεσποτικό) ερεύνησε οικισμούς, τάφους και άλλα ευρήματα. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους μελετητές του Κυκλαδικού Πολιτισμού, ενώ κλασσική θεωρείται η εργασία του, που δημοσιεύθηκε στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» (1898-1899) υπό τον γενικό τίτλο «Κυκλαδικά». Δίκαια θεωρήθηκε πρωτοπόρος της αρχαιολογικής έρευνας, αλλά και της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αφού εκτός των σημαντικών έργων που κατέλειπε, από το Πανεπιστήμιο έβγαλε και φουρνιές αρχαιολόγων, που άφησαν και αυτοί με τη σειρά τους εποχή. Ανάμεσα στους μαθητές του περιλαμβάνονται οι Χρήστος και Σεμνή Καρούζου, ο Γεώργιος Μυλωνάς, ο Γιάννης Παπαδημητρίου, ο Σπύρος Μαρινάτος και πολλοί άλλοι. Οι ανασκαφικές εργασίες του χαρακτηρίζονταν από την μεγάλη ευστοχία των επιλογών του και η πανεπιστημιακή διδασκαλία του από απλότητα και επιστημονική ακρίβεια.
Η Θρακική παρουσία του
Ο Τσούντας παρείχε την σοφία του και ήταν επιμελητής των «Θρακικών», που εκδίδονται ακόμα και σήμερα και όπως λένε οι ειδήμονες, η ύλη αυτών των τόμων φθάνει να στηρίξει επιστημονικά μιαν αυτοτελή έδρα Θρακολογίας σε Πανεπιστήμιο. Μια έδρα που ενώ τα γειτονικά κράτη, που καπηλεύονται την Ιστορία της Θράκης, διαθέτουν εδώ και πολλά χρόνια, δεν απέκτησε ποτέ η Ελλάδα, αν και έχει Πανεπιστήμιο στη Θράκη. Μετά το θάνατό του (9 Ιουνίου 1934) το Θρακικό Κέντρο, τιμώντας τη μνήμη του οργάνωσε στις 8-2-1935 στην Αρχαιολογική Εταιρεία επιστημονικό μνημόσυνο, στο οποίο είχαν παραστεί ο υπουργός Παιδείας Μακρόπουλος, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στ. Γονατάς, ο πρώην πρωθυπουργός Αλ. Παπαναστασίου, πολλοί καθηγητές Πανεπιστημίου και Ακαδημαικοί.
Υ.Γ. ενός κακού μύρια έπονται....τελικά εδώ δεν ισχύει ο κανόνας....και θα το αντιστρέψω.....Ενός κακού μύρια καλά έπονται......Μια καταστροφή, ένας ξεριζωμός από τις πατρογονικές εστίες, και χιλιάδες πρόσφυγες μετέφεραν το φως του Προμηθέα στη νέα πατρίδα.....
Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010
Ζητούν δικαίωση , αναζητούν την Ιθάκη τους
Σε τούτα δω τα μάρμαρα καμιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στου αγεριού το πόδι....
Η Νίκη της Σαμοθράκης
Η απούσα Καρυάτιδα
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΜΑΡΜΑΡΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
"Η Κυβέρνηση της Ελλάδας με επιφόρτισε με την ευθύνη να σας αναγγείλω εδώ, ότι η Ελλάδα με την μεσολάβηση της Διακρατικής Επιτροπής της Ουνέσκο για την προώθηση της επιστροφής πολιτιστικών θησαυρών στις χώρες καταγωγής τους, σύμφωνα με τις τυπικές διαδικασίες και σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει σήμερα στην Αγγλία, θα ζητήσει επίσημα την επιστροφή των Μαρμάρων της Ακρόπολης. Δεν είμαστε αφελείς. Ίσως νάρθει η ημέρα που αυτός ο κόσμος θα δημιουργήσει άλλα οράματα, άλλες αντιλήψεις για την ιδιοκτησία, την πολιτιστική κληρονομιά και την ανθρώπινη δημιουργία. Και καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι τα μουσεία δεν μπορεί να αδειάσουν. Αλλά θέλω να σας υπενθυμίσω ότι για την περίπτωση των Μαρμάρων της Ακρόπολης δεν ζητούμε την επιστροφή ενός πίνακα ή ενός αγάλματος. Ζητούμε την αποκατάσταση ενός μοναδικού μνημείου, ξεχωριστού συμβόλου ενός πολιτισμού. Και πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός αυτά τα Μάρμαρα να γυρίσουν πίσω στον γαλάζιο ουρανό της Αττικής, στο φυσικό τους χώρο, εκεί που αποτελούν δομικό και λειτουργικό μέρος ενός μοναδικού συνόλου..."
Μελίνα Μερκούρη Υπουργός Πολιτισμού 1981-1989, 1993-1994
Παγκόσμια Διάσκεψη της Ουνέσκο, Μεξικό, 26/7- 6/8/1982
Γιατί είναι σημαντικό ;
...είναι σημαντικό να πηγαίνετε τα παιδιά σας στις εκθέσεις ζωγραφικής και στα μουσεία...
Οταν η τέχνη αγγίζει το παιδί........του Νίκου Λυγερού
Ανεξάρτητα αν αυτή η γνώση χρησιμοποιείται πρακτικά, είναι δεδομένο ότι το καλλιτεχνικό στοιχείο είναι απαραίτητο στην ανάπτυξη του παιδιού, όχι βέβαια με την έννοια της τέχνης αλλά με εκείνη της γνωστικής θεωρίας. Η τέχνη προσφέρει στο παιδί νοητικά σχήματα που δεν υπάρχουν στο φυσικό του περιβάλλον. Η μη άμεση πρόσβαση σε αυτά έχει την τάση να παράγει μια ανώνυμη μάζα δίχως ιδιαιτερότητες.
Ενώ η τέχνη δίνει έμφαση σε ό,τι είναι διαφορετικό διότι παράγει δημιουργικότητα και εμπλουτίζει το άυλο του πολιτισμού. Εφόσον αποδεχτούμε ότι η τέχνη είναι σημαντική και ότι η πρόσβαση σε αυτή είναι αναγκαία, πρέπει να αναλύσουμε τη φύση της διότι δεν έχει το ίδιο ύφος σε όλες τις τέχνες. Η μουσική δίνει έμφαση στην ερμηνεία την τεχνική που είναι σχεδόν ανύπαρκτη στα εικαστικά. Η εκτέλεση της μουσικής a posteriori της δημιουργίας του έργου δίνει τη δυνατότητα της ανάλυσης της ερμηνείας πράγμα που δεν προσφέρει η απλή συνάντηση με έργα τέχνης.
Είναι σίγουρο ότι το θέαμα των πινάκων είναι απαραίτητο για να κατανοήσουν πρακτικά τα παιδιά την εμβέλεια του έργου. Δεν αρκεί η φωτογραφία, η εικόνα του βιβλίου. Οι διαστάσεις του έργου είναι σημαντικές. Άρα είναι πάρα πολύ καλό να πηγαίνουμε με τα παιδιά στα διάφορα μουσεία που εκθέτουν και τα κλασικά και τα σύγχρονα έργα. Πρέπει όμως και να τα ακολουθούμε όπως ο Μέντορας τον Τηλέμαχο αλλιώς κοιτάζουν μόνο την επιφάνεια και δεν αγγίζουν το βάθος του νοήματος, συνεπώς δεν βλέπουν αφού βλέπουμε μόνο ό,τι καταλαβαίνουμε. Χρειάζεται εξάσκηση και το μάτι και ο νους. Τα πιο πολλά χρώματα του έργου είναι αόρατα.
Όμως όλα αυτά δεν αρκούν. Θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να έχουν πρόσβαση και στον δημιουργό αλλά και στο εργαστήρι του. Λίγοι εκπαιδευτές δίνουν έμφαση σε αυτό το σημείο ενώ όλοι γνωρίζουν ότι είναι ο χώρος της δημιουργίας. Όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο δημιουργός είναι τα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει όσο το δυνατόν καλύτερα το παιδί για να τον ανακαλύψει και όχι να περιμένει παθητικά την αποκάλυψή του από τον εκπαιδευτή. Επιπλέον η ύπαρξη του δημιουργού μετατρέπει τον δάσκαλο σε ερμηνευτή. Κάθε δάσκαλος ερμηνεύει για τα παιδιά το έργο του δημιουργού δίχως να είναι παντογνώστης όπως πολλοί το θεωρούν εικονικά. Η συνάντηση του παιδιού με τον δάσκαλο και τον δημιουργό στο εργαστήρι του είναι ένας ιδανικός στόχος που πρέπει να επιτευχθεί όταν είναι εφικτός. Αυτή η συνάντηση δίνει τους ρόλους και θέτει τα όρια του καθενός.
Το πλαίσιο αυτό λειτουργεί καταλυτικά στην ανάπτυξη των νοητικών δομών του παιδιού που δεν βλέπει πια μονόπλευρα την τέχνη και τότε αυτή μπορεί να το αγγίξει. Η συνάντηση είναι σημαντική αλλά η ουσία είναι το άγγιγμα της τέχνης. Διότι το παιδί δεν είναι πολιτισμός, γίνεται. Και στον τομέα της τέχνης η μάθηση είναι από τους κυριότερους παράγοντες ανάπτυξης. Ο στόχος δεν είναι καλλιτεχνικός, είναι γνωστικός και αφορά όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από τις τάσεις που θα έχουν μερικά από αυτά. Η ανάπτυξη θα είναι όντως διαφορετική όμως το καταλυτικό στοιχείο της τέχνης ισχύει για όλα. Αυτό πρέπει να αντιληφθούν οι δάσκαλοι.
Η διαχρονική σταθερά και αξία της Σύρου και των ανθρώπων της
Προσφυγόπουλα στην Ερμούπολη |
Τα Βάσανα Μικρών Ανθρώπων. Από τον Έβρο στη Σύρο - Παιδουπόλεις
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Εάν θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε τον 20ο αιώνα σε τρία σημαντικά γεγονότα που επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά τον ελληνικό λαό, αυτά, κατά τη γνώμη μας θα ήταν η Μικρασιατική καταστροφή, ο εμφύλιος πόλεμος και η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο.
Παρά την χρονική απόσταση από το συμβάν, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους πρωταγωνιστές δεν βρίσκονται στη ζωή, παρά την επισήμανση ότι έχουν αμβλυνθεί τα πάθη και ίσως και ο ανθρώπινος πόνος που προκλήθηκαν, τα τρία παραπάνω γεγονότα, συνεχίζουν να αποτελούν κομβικά σημεία στην νεότερη ελληνική ιστορία. Γεγονότα που καθόρισαν την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, την ιστορία, το χαρακτήρα, τη συνείδηση και το υποσυνείδητο, εν τέλει και τη ζωή πολλών ανθρώπων, εντός και εκτός Ελλάδος.
Η Μικρασιατική καταστροφή σηματοδότησε την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, τη δημιουργία αγνοουμένων, και τη βίαιη εκδίωξη των προσφύγων, πολλοί από τους οποίους βρήκαν καταφύγιο στη Σύρο. Όπως συνέβη το 1822 με τους διασωθέντες από τη σφαγή της Χίου.
Η Κύπρος, ανοιχτή πληγή μέχρι σήμερα, είχε τα ίδια αποτελέσματα με την καταστροφή του Ελληνισμού του Πόντου, της Θράκης, της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, της Κωνσταντινούπολης, και των Θρακικών Σποράδων Ίμβρου και Τενέδου, δηλαδή νεκροί, πρόσφυγες, αγνοούμενοι. Και στην περίπτωση της Κυπριακής τραγωδίας αρκετοί Έλληνες της Κύπρου θα βρουν καταφύγιο στη φιλόξενη γη της Σύρου.
2. Ο Εμφύλιος πόλεμος
Ο εμφύλιος πόλεμος αποτελεί ένα ιδιαίτερο ιστορικό συμβάν. Καταλυτικό γεγονός για εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες, ίσως και για το σύνολο του ελληνικού λαού, γεγονός που εκτυλίσσεται συνεχώς. Αναπαράγει μνήμες, διενέξεις, και συνεχίζει να παράγει έρευνες, συνέδρια, βιβλία, κινηματογραφικές ταινίες. Παράλληλα όσο αυτό είναι εφικτό, αυτές προσπαθούν ψύχραιμες και αντικειμενικές, έστω και εάν το ζήτημα παραμένει φορτισμένο.
Ο εμφύλιος πόλεμος έρχεται μετά από μία παγκόσμια σύρραξη, την οποία ο ελληνικός λαός την βίωσε ποικιλοτρόπως. Από το 1940 έως το 1944 φονεύθηκαν 550.000 άτομα (8% του πληθυσμού) και καταστράφηκε το 34% του εθνικού πλούτου, 409.000 κατοικίες ισοπεδώθηκαν, οι άστεγοι έφτασαν τους 1. 200.000 ενώ πυρπολήθηκαν 1.770 χωριά.
Η κτηνοτροφία μειώθηκε κατά 60% , η χωρητικότητα το εμπορικού ναυτικού έχασε το 73% , το 94% της χωρητικότητας των επιβατικών πλοίων είχαν βυθισθεί , από το σύνολο του σιδηροδρομικού δικτύου της Ελλάδας που κάλυπτε 2.679 χλμ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο τα 680 χλμ ενώ και πάνω από το 90% των σιδηροδρομικών μηχανών είχε καταστραφεί. Καταστράφηκε επίσης το 56% του οδικού δικτύου, το 65% των ιδιωτικών αυτοκινήτων, το 66% των φορτηγών και το 80% των λεωφορείων.
Ο αριθμός των ίππων μειώθηκε κατά 60%, των μεγάλων ζώων επίσης κατά 60%, των μικρών ζώων κατά 80% , κάηκε το 25% των δασών και το 1944 η παραγωγή των δημητριακών μειώθηκε κατά 40% το καπνού κατά 89% και της σταφίδας της κυριότερης δηλαδή παραγωγής κατά 66%. Η απώλεια του 23% της ακίνητης περιουσίας είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες οικογένειες να μείνουν άστεγες. Η διώρυγα της Κορίνθου παραμένει αχρησιμοποίητη και η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών -Θεσσαλονίκης δεν κατορθώθηκε να αποκατασταθεί μετά την καταστροφή των μεγάλων γεφυρών και των σηράγγων. Οι τιμές των εμπορευμάτων είναι 150 φορές υψηλότερες από τις προπολεμικές και τα ημερομίσθια καλύπτουν μόλις το τρίτο του κατώτατου ορίου διαβιώσεως. Πάνω από 3.500 χωριά και πόλεις, είχαν υποστεί καταστροφές από τους βομβαρδισμούς, τις λεηλασίες των κατοχικών δυνάμεων και τη φωτιά, ενώ η φυματίωση και η ελονοσία παρουσίαζαν έξαρση.
Αντί όμως η χώρα να επουλώσει τις πληγές της θα τις ξύσει περισσότερο. Τότε θα ενταθούν οι δολοφονίες πολιτών και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, θα αυξηθούν τα πολιτικά πάθη και η χώρα θα σημαδευτεί για πολλές δεκαετίες από τον εμφύλιο πόλεμο.
Kατά τις επίσημες στατιστικές οι νεκροί του εμφυλίου ανέρχονται στους 40.000, αλλά ανεπίσημα φτάνουν στις 158.000, ενώ 80.000 έως 100.000 άτομα πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Το 1949 οι πρόσφυγες έφταναν τους 700.000, ενώ η χώρα παρουσίαζε μία απογοητευτική όψη, κυρίως στις υποδομές αλλά και τους υπόλοιπους οικονομικούς τομείς.
3. Τα παιδιά του εμφυλίου
Μία συγκλονιστική παράμετρος του εμφυλίου πολέμου αποτελούν τα παιδιά. Χιλιάδες ελληνόπουλα αναγκάστηκαν να αφήσουν τις εστίες τους, 150.000 υπολογίζονται τα παιδιά που εκτοπίστηκαν από τις περιοχές τους κι από τα οποία ένα μέρος ακολούθησε τους γονείς τους στις πόλεις, ενώ τα υπόλοιπα κλείστηκαν στις παιδοπόλεις, αναγκάστηκαν να φύγουν εκτός Ελλάδος και εκτός της ιδιαίτερης πατρίδας τους, να χάσουν τον ένα ή και τους δύο γονείς τους, και πολλά από αυτά να χάσουν και την ίδια τους τη ζωή.
Όσα επέζησαν έχασαν μία για πάντα την παιδική ηλικία που όλους μας συντροφεύει σε δύσκολες στιγμές. Αυτά τα παιδιά απώλεσαν τη μνήμη, την ταυτότητα, τη χαρά και το παιχνίδι- πολλά δε τα γνώρισαν καν- αναγκάστηκαν να ζήσουν έξω από την οικογένεια, έξω από χώρο που σε σημαδεύει σε όλη τη ζωή σου, και πολλές φορές έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κάθε είδους. Όπως κάθε ζήτημα στον εμφύλιο έτσι και αυτό των παιδιών έχει δύο όψεις. Και ενδεχομένως και μία τρίτη η οποία όμως παγιδεύτηκε στην παράνοια του εμφυλίου, αφού «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι με τους άλλους».
Για τα παιδιά, τα αθώα θύματα του εμφυλίου πολέμου η τύχη και η πολιτική επιφύλαξε μία σκληρή μοίρα. Πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα- αλήθεια πόσα βιώματα και πόσα μηνύματα σε κινηματογραφικές ταινίες της μετεμφυλιακής Ελλάδας υπάρχουν σχετικά με τα παιδιά που έχασαν τους γονείς τους- η σκληρή όμως μοίρα για τα παιδιά είναι διαδεδομένη όταν το ανθρώπινο ον ξεχνά τη φράση του Αριστοτέλη περί «πολιτικού όντος». Χιλιάδες παιδιά έφυγαν από την Ελλάδα για να εγκατασταθούν στην ανατολική Ευρώπη- περίπου 25.000 με 28.000 - πολλά γύρισαν στην Ελλάδα, πολλά όχι, και χιλιάδες παιδιά έφυγαν από τις εμπόλεμες ζώνες της Βόρειας Ελλάδας, για να ζήσουν στις παιδοπόλεις.
Νέες ψυχές, νέοι άνθρωποι έγιναν λεία της διαπάλης εγχώριων και ξένων δυνάμεων. Παιδιά που έγιναν αριθμοί, προπαγάνδα, βία και την ίδια στιγμή που οι λαοί ξανάβρισκαν το βηματισμό τους, στην Ελλάδα «ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό». Παιδιά που οι γονείς τους είτε ήταν στρατευμένοι στις δύο πλευρές, ή είχαν χάσει τη ζωή τους ή βρίσκονταν σε εξορία ή στη φυλακή για ιδεολογικούς λόγους, ή είχαν εκτελεστεί κατά τη διάρκεια της κατοχής, ή ήταν πολύ φτωχοί για να μπορέσουν να τα συντηρήσουν .
Και όταν τελείωσε το αιματοκύλισμα, ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε στην καθημερινότητα.
Οι παιδοπόλεις αποτέλεσαν τους χώρους όπου συγκεντρώθηκαν παιδιά από διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας , όπου ήταν μετά από ένα χρονικό διάστημα, το κεντρικό σημείο της σύρραξης, προκειμένου όπως αναφέρθηκε τότε να προστατευθούν από την «άλλη πλευρά» . Αντίστοιχα ήταν τα επιχειρήματα της «άλλης πλευράς» η οποία πήρε παιδιά και τα εγκατέστησε στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες και στην ανατολική Ευρώπη.
Οι παιδοπόλεις ιδρύθηκαν το 1947 , με πρωτοβουλία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης , και αποτέλεσαν σύμφωνα με τους δημιουργούς τους τα ιδρύματα «φιλοξενίας και περίθαλψης απροστάτευτων και ορφανών παιδιών» . Ήταν ένα δίκτυο 53 – για άλλους 58 και για άλλους περισσότερες- παιδοπόλεων στις οποίες έζησαν παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές και η υλοποίησή του προγράμματος έγινε με χρηματοδότηση του εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος». Ο αριθμός των παιδιών που πέρασαν από τις παιδουπόλεις κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου εκτιμάται περίπου στις 25.000
Το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας όπως μετονομάστηκε η «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος», ανέφερε ότι μετά το καλοκαίρι του 1947, 18.000 παιδιά στεγάστηκαν σε 52 παιδοπόλεις, ενώ το καλοκαίρι του 1950, 15.000 παιδιά επέστρεψαν στα χωριά τους. Μετά το τέλος του εμφυλίου, οι περισσότερες παιδοπόλεις έκλεισαν και έμειναν 14 που συνέχισαν να φιλοξενούν 2950 παιδιά, «τα περισσότερα ορφανά ή άλλα τα οποία δεν μπορούσαν ή δεν έπρεπε να μεγαλώσουν με τις οικογένειές των» .
Είναι πολλές οι ιστορίες στις παιδοπόλεις, ιστορίες με πολλές και άγνωστες πτυχές που πολλές φορές βασανίζουν παιδιά μέχρι σήμερα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και εκτός όπου βρέθηκαν. Μάλιστα από το 1950 και μετά υπήρξαν καταγγελίες και αποκαλύψεις για πώληση χιλιάδων παιδιών των παιδοπόλεων από κυκλώματα υιοθεσίας, τα οποία βρέθηκαν κυρίως στις ΗΠΑ. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα βιβλία, ταινίες, περιοδικά που καταγράφουν πολλές και διαφορετικές οπτικές των παιδοπόλεων .
Μία από τις παιδοπόλεις που λειτούργησε την περίοδο εκείνη ήταν και αυτή της Σύρου. Εκεί πολλά παιδιά του νομού Έβρου, από τους Μεταξάδες και άλλους οικισμούς, αφού άφησαν τις οικογένειές τους, με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού, έφτασαν στη Σύρο, όπου έζησαν με στερήσεις. Εκεί στη φιλόξενη για ακόμη μια φορά Σύρο, η οποία αποδείχτηκε η κατάλληλη για να δεχτεί διωκόμενους Έλληνες και γενικώς κατατρεγμένους ανθρώπους, βρήκαν καταφύγιο τα πιο αθώα θύματα του εμφυλίου πολέμου.
Τα παιδιά αυτά, μοιράστηκαν τη φτώχεια της μεταπολεμικής- μετεμφυλιακής Ελλάδας, με τους ντόπιους και προσπάθησαν να δαμάσουν την πείνα τους μαζί με τους Συριανούς και τις Συριανές, τους ανθρώπους που πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίματος με χιλιάδες νεκρούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.
4. Αντί επιλόγου: Μία ακόμη καταγραφή για τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου
Το βιβλίο του Δημητρίου Χάλαρη μας εισάγει σε ένα κόσμο, ο οποίος, πλην εξαιρέσεων, μας είναι εν πολλοίς άγνωστος και φορτισμένος ακόμη. Το βιβλίο διανθισμένο με βιώματα που είναι και ανεκτίμητες μαρτυρίες , αφηγήσεις, φωτογραφίες και γνώση του χώρου, μας δημιουργεί το πλαίσιο για να κατανοήσουμε την παιδόπολη της Σύρου και τη διαβίωση των παιδιών του Έβρου.
Η ανάλυση επικεντρώνεται στα παιδιά που προέρχονται από το νομό Έβρου, στα παιδιά που έζησαν με αρκετό πόνο τον εμφύλιο πόλεμο και το χωρισμό. Από το βιβλίο του Δημητρίου Χάλαρη προκύπτουν σημαντικά στοιχεία και χρήσιμα συμπεράσματα. Η λειτουργία της παιδόπολης, η εγκατάσταση των μικρών παιδιών από τον Έβρο, η σχέση τους με τους ντόπιους και τέλος η διαχρονική σταθερά και αξία της Σύρου και των ανθρώπων της. Της φιλοξενίας. Από τους Έλληνες της Χίου το 1822, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας εκατό χρόνια αργότερα, μέχρι τα παιδιά του Έβρου, η Σύρος και οι άνθρωποι της, αποδεικνύει αυτό που επιθυμούμε να βρούμε στις δοκιμασίες και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μας. Αλληλεγγύη, συντροφικότητα, παρηγοριά, φιλανθρωπία, υποστήριξη, ανιδιοτελή και ανυπόκριτη αγάπη, καλοσύνη, στοργή προς τα παιδιά.
Αλεξανδρούπολη- Έβρος- Θράκη
Οκτώβριος 2010
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010
Τα βάσανα μικρών ανθρώπων . Από τον Εβρο στη Σύρο-Παιδουπόλεις
Ν. Λυγερός
Συνάντησα το βιβλίο του Δημήτρη Χάλαρη σε μία έκθεση για τον Vincent van Gogh στη Σύρο. Τα βάσανα μικρών ανθρώπων ήταν ακόμα φύλλα που είχε συλλέξει ο συγγραφέας, για να μην ξεχαστεί η μικρή ιστορία που με κόπο δημιουργεί τη μεγάλη. Μ’ άγγιξε το αντικειμενικό του ύφος κι η αγάπη του για την αλήθεια. Δεν προσπάθησε να ωραιοποιήσει την κατάσταση, δεν έβαλε χρώματα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και δεν έντυσε την παλιά πραγματικότητα με τα λούσα της κοινωνίας. Εξέτασε, μελέτησε στιγμές ανθρωπιάς με τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν χαρακτηρίζει, περιγράφει το τοπίο που δεν έχει νόημα, όπως θα έλεγε ο Vincent, αν δεν υπάρχουν άνθρωποι. Σε αυτό το βιβλίο δεν βλέπουμε παιδιά, αλλά μικρούς ανθρώπους που πρόλαβαν ίσα ίσα να ζήσουν σε μία περίεργη εποχή, μ’ έναν παράξενο τρόπο. Τα βάσανά τους δεν ήταν βασανιστήρια, αλλά εμπόδια και δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεράσουν, για να ζήσουν ως ελεύθεροι άνθρωποι. Ο Δημήτρης Χάλαρης δεν θέλει να ξεχάσει ούτε την προδοσία, ούτε τους μικρούς ανθρώπους. Ανήκει σε αυτήν την ανθρωπότητα που δεν υπολογίζει τις κοινωνικές συνθήκες της λήθης, κι ασχολείται με το χρόνο, διότι γνωρίζει ότι αυτός είναι χώρος της αντίστασης. Γι’ αυτό το λόγο δεν στέκεται στα κουρεμένα κεφάλια, αλλά στις επιστολές τους και τις μαρτυρίες τους. Με το βιβλίο του αποδεικνύει σε όλους πόσο ανθρώπινος είναι. Και μας δείχνει ένα μονοπάτι, που ανοίγει τους ορίζοντές μας τους εσωτερικούς. Θεωρεί ότι ο λαός μας πρέπει να ξέρει την ιστορία του, ακόμα κι αν έχει μαύρες σελίδες, για να έχει μέλλον. Λειτουργεί με το βιβλίο του Τα βάσανα μικρών ανθρώπων, ως σελιδοδείκτης της ιστορίας μας. Αυτή είναι η αξία του έργου του, διότι αποτελεί μία αναγνώριση του παρελθόντος των ανθρώπων που εμπλούτισαν την πατρίδα μας με την ιστορία τους και την ανθρωπιά τους.
Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο του Νίκου Λυγερού , βρίσκεται ενσωματωμένο στο βιβλίο που εκδίδει ο Σύλλογος Βορειοελλαδιτών Σύρου. Η συγκίνηση και η υπερηφάνεια δεν μπορεί να μπει σε ζυγαριά.
Ευχαριστώ όλους όσους βοήθησαν να υλοποιηθεί αυτή η έκδοση. Θα ήθελα να μ΄ αξιώσει ο Θεός να γίνει η παρουσίαση του βιβλίου εδώ στη Σύρο και μακάρι να μπορέσω γνωρίσω κάποιους από αυτούς που είναι στη ζωή. Να βρεθεί τρόπος να έρθουν γι΄ άλλη μια φορά στην πόλη όπου βρήκαν ένα στήριγμα σε μια ταραχώδη περίοδο της μικρής ζωής τους... ....Η ΦΩΤΟ δεν είναι από το βιβλίο...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)