Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Μεγάλο αφιέρωμα στον Ευγένιο Ευγενίδη


Ιδρυμα Ευγένιου Ευγενίδου

Τον ιδρυτή του ιδρύματος θα τιμήσει ο Σύλλογος Βορειοελλαδιτών Σύρου σε μία εκδήλωση που διοργανώνεται από κοινού με τη τη  Σχολή Εμπορικού Ναυτικού, το Λιμεναρχείο Σύρου , το Ναυτικό Ομιλο Σύρου και κατά πάσαν πιθανότητα και  του Πολεμικού Ναυτικού (και λέω κατα πάσαν πιθανότητα διότι δεν έχει φθάσει ακόμη η επιστολή μας στο αρμόδιο γραφείο του Γ.Ε.Ν.). Ο μεγάλος ευργέτης γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1882 στο Διδιμότειχο.
Ο πατέρας του ήταν ανώτατος δικαστικός και φρόντισε να λάβει ο γιος του καλή αγωγή, εμπνέοντας ταυτόχρονα σ' αυτόν από μικρή ηλικία τα βασικά στοιχεία μιας ευρείας ανθρωπιστικής μόρφωσης. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής του εκπαίδευσης ο Ευγένιος Ευγενίδης μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και ενεγράφη στο αμερικάνικο  Robert College όπου "συνεπλήρωσε τα εφόδια με τα οποία ενισχύθη η οξεία ευφυΐα του και πολυσύνθετος προσωπικότης".

     Γράφει ο Σπύρος Μελάς το 1954 στην «Εστία» για τον Ευγένιο Ευγενίδη: «Από τα θρανία της Ροβερτείον Σχολής όπου εμαθήτευσε πρωτεύων, μου εξομολογήθη κάποτε ,όταν τον πρωτογνώρισα ως γενικόν πρόξενο της Φιλανδίας στην έπαυλη της Γλυφάδας, ότι ονειροπολούσε να κερδίσει άφθονο χρήμα, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για να μπορεί να φαίνεται χρήσιμος και στους άλλους. Το έκανε σαν αληθινός χριστιανός και πατριώτης, αθόρυβα, μυστικά. Ενέδιδε σε όσες αιτήσεις αφορούσαν σε πράγματα που θεωρούσε ωφέλιμα στο σύνολο... Επλήρωνε εκδόσεις, εχρηματοδοτούσε αποστολές, έδινε υποτροφίες, διευκόλυνε ταξίδια... είχε ολόκληρο κατάλογο πτωχών που εβοηθούσε και άρχιζε από αυτούς την πληρωμή των μηνιαίων του υποχρεώσεων».

Η εκδήλωση θα περιλαμβάνει
1. Αφιέρωμα στο μεγάλο ευεργέτη.
2. Διασυλλογικό αγώνα ιστιοπλοίας και αθλοθέτηση κυπέλλου ΄΄Ευγένιος Ευγενίδης΄΄
3. Καλλιτεχνική βραδιά με τραγούδια της θάλασσας.

(Από τέτοια πρότυπα έχει ανάγκη η πατρίδα μας....) 




Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Το τελευταίο καρναβάλι της Σύρου - Το Κομιτάτο του 1928



     Πολλές πόλεις στην πατρίδα μας έχουν καθιερώσει το δικό τους καρναβάλι και έχουν αποκτήσει φανατικούς φίλους , που κάθε χρόνο φορούν την καινούρια τους στολή και παρελαύνουν μαζί με το βασιλιά καρνάβαλο στους δρόμους , χαράσοντας τη δική τους πορεία στο χώρο και το χρόνο. Το καρναβάλι της Πάτρας και της Ξάνθης αλλά και άλλων λιγώτερο γνωστών προορισμών , αποτελεί πόλο έλξης ντόπιων και επισκεπτών , αφού διοργανώνονται αξιόλογες εκδηλώσεις που απογειώνουν το κέφι.

     Η Άνω Σύρος , εδώ και κάποιες δεκαετίες , ξεφαντώνει με το δικό της περίφημο καρναβάλι . Περιλαμβάνει την παρέλαση των μασκαράδων από την Πιάτσα αλλά και τα γραφικά σοκάκια της περιοχής και καταλήγει σε ένα ξέφρενο γλέντι. Οι επισκέπτες και οι ντόπιοι μασκαράδες , μικροί και μεγάλοι , ανεβασμένοι ακόμη και επάνω σε ταράτσες σπιτιών , μέσα σε μπαλκόνια και βεράντες λικνίζονται όλοι και διασκεδάζουν κάτω από τους ήχους που σκορπά ο βασιλιάς καρνάβαλος.




     Ομως τα παλαιότερα χρόνια το καρναβάλι γινότανε στην Ερμούπολη με επίκεντρο την πλατεία. Να τη γράφει η εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ της εποχής...

Το τελευταίο καρναβάλι της Σύρου


Το ''Κομιτάτο'' του 1928...

     Στα παλαιότερα χρόνια η Ερμούπολη ήταν από τις λίγες πόλεις της Ελλάδας στις οποίες , κατά την περίοδο της αποκριάς , οργανώνονταν καρναβάλι σαν δημόσιο θέαμα για τη ψυχαγωγία του κόσμου. Το καρναβάλι της Ερμούπολης το έλεγαν ''κομιτάτο'', που σημαίνει επιτροπή. Το Συριανό καρναβάλι γινότανε την προτελευταία ή την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, με επίκεντρο την πλατεία . Υστερα από μία διαδρομή από το Ηρώον , δια μέσου του συγκεντρωμένου στους δρόμους κόσμου , οι διάφορες σατυρικές ομάδες με άρματα ή και ομάδες πεζών ή και μεμονωμένων περνούσαν κοντοστέκοντας μπροστά στην επιτροπή που βρισκόταν στις σκάλες του Δημαρχείου για να βραβεύσει την καλύτερη συμμετοχή.

     Δεν ήταν όμως μόνο το κομιτάτο που ψυχαγωγούσε τους Ερμουπολίτες. Σ΄όλη τη διάρκεια , πυκνοί όμιλοι μεταμφιεσμένων (μασκαράδες) περιφέρονταν στις συνοικίες, στα συγγενικά σπίτια και βέβαια το απαραίτητο πέρασμα από την πλατεία όπου γινόταν ''του κουτρούλη το πανηγύρι''. Ολος ο κόσμος ήταν εφοδιασμένος με σακούλες χαρτοπόλεμο και κερένια αυγά γεμάτα χαρτοπόλεμο που προμηθεύονταν από τους πωλητές που ήταν παρατεταγμένοι στην πλατεία. Τα πετούσαν σε γνωστούς και αγνώστους και κυρίως σε τρυφερές υπάρξεις ενώ οι πιο τολμηρές από αυτές ανταπέδιδαν προς το ''ισχυρό φύλο'' . Η χρήση του χαρτοπόλεμου έπαιρνε τέτοια έκταση ώστε το δάπεδο της πλατείας να καλύπτεται από ένα χάρτινο χαλί. Παράλληλα σ΄ όλη τη διάρκεια της αποκριάς και ιδίως τα Σαββατοκύριακα γινόντουσαν χοροεσπερίδες στη Λέσχη υπέρ φιλανθρωπικών ιδρυμάτων , ενώ στις λαικές συνοικίες έδιναν κι έπαιρναν τα νεανικά πάρτυ τα περίφημα ''μπουγιουρούμ'' .

     Ο Γιάννης Σαμοθράκης , τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας ΘΑΡΡΟΣ γράφει για το τελευταίο κομιτάτο : 19 Φεβρουαρίου 1928 ''.....Η εκκίνηση του κομιτάτου γινόταν από την πλατεία Ηρώων την δευτέραν και ημίσειαν ώραν δια μέσου της οδού Ποσειδωνίας. Προ της επιτροπής παρήλασαν 23 άρματα, άμαξες και λοιπές παραστάσεις μεταμφιεσμένων. Η όλη παράταξη διήλθε τρεις φορές μπροστά από την εξέδρα της επιτροπής . Η σειρά των βραβείων ήταν:
1ον βραβείον δρχ. 7.000 στην παράσταση της αρπαγής της Ελένης και την μεταφορά της στην Τροίαν.
2ον βραβείον δρχ. 5.000 στην παράσταση αραβικών ηθών , την οποίαν με επιτυχία υποδύθηκαν οι άνθρωποι του ιπποδρομίου με τα γυμνασμένα τους ζώα...(σημ. του συντάκτη: την εποχή εκείνη έδινε παραστάσεις στην πλατεία πίσω από την Κοίμηση (αλάνα) ένα μεγάλο ιταλικό ιππόδρομο).
3ον βραβείον δρχ. 3.000 στην παράσταση ''Κυριακή Αργία'' στην Ελλάδα και την Αγγλία. Η παράσταση αυτή ήταν η εξυπνότερη όλου του κομιτάτου και έκανε μεγάλη εντύπωσιη η σύγκριση μεταξύ των Αγγλων οι οποίοι διέρχονται την Κυριακήν , αφιερώνοντας αυτήν για την ανάγνωση της Αγίας Γραφής και των Ελλήνων , οι οποίοι αφιερώνουν όλη την ώραν προς λατρεία του Βάκχου. Συνολικά έντεκα βραβεία απένειμε η επιτροπή, κρίνοντας αμερόληπτα με τέτοιο τρόπον ώστε κανείς να μην εγερθή κατ΄ αυτής....''

" Γλέντα λοιπόν Αποκρηά μασκαρεμένη χώρα
που ένα μόνο έμαθες στα φανερά να κλέβεις
Να γίνεσαι ρεντίκολο κάθε στιγμή και ώρα
που όλα τα μασκάρεψες κι όλα τα μασκαρεύεις
Εξω λοιπόν οι λύπες, έξω κακή καρδιά
και πάλι Καρναβάλι ανοίγει βρε παιδιά. "

Γ. Σουρής

Μπούγιουρουμ = ορίστε, περάστε. [buyurum = προστακτική του ρ. buyurmak (= διευθύνω, εξουσιάζω) που ακούγεται όταν καλούμε κάποιον στο τραπέζι για να φάει]



Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Η εκπαίδευση των Σχολών του Εμπορικού Ναυτικού με το ΄΄Ευγένιος Ευγενίδης΄΄

(αποσπάσματα από απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη του Α. Πατρινού, κυβερνήτη του ιστιοφόρου κατά την περίοδο χρήσης του ως εκπαιδευτικού για τους δοκίμους των σχολών του Εμπορικού Ναυτικού)



Είχα μια στιγμή, μια στιγμή, θυμάμαι, μια μπουνάτσα, των 3-4 μποφόρ, (τώρα για τα ιστιοπλοϊκά 3-4 μποφόρ δεν είναι τίποτα). Κάναμε εκπαιδευτικούς πλόες, δεκαπενθήμερους, εικοσαήμερους. Κάθε είκοσι μέρες αλλάζαμε γκρουπ (εννοώ σχολή). Έμπαινε η μια σχολή, έβγαινε η άλλη και ήταν προς το τέλος του καλοκαιριού, θυμάμαι, τέλος καλοκαιριού, πρέπει να' τανε, Σε πτέμβριος, πριν αρχίσουν τα σχολεία. Είχαμε πάρειον ανήφορο, είχαμε ένα ταξίδι Δωδεκάνησα-Κυκλάδες. Είχαμε πάει γύρω-γύρω, Δωδεκάνησα και ανεβαίναμε τώρα για Κυκλάδες, Πειραιά. Αυτός ο κύκλος να' ταν 15 ημερών, θυμάμαι, κάπου εκεί.

Μόλις περάσαμε την Οφοιδούσα (η Οφοιδούσα είναι το νοτιοδυτικό μέρος της Αστυπάλαιας), ανεβαίνοντας, βγάζει ένα βοριά- ΒΒΔ εξάρι, μετά εφτάρι, ανεβάζαμε πανιά, δώστου κατεβάζαμε πανιά... Γιατί όσο βλέπαμε αέρα, βάλε πανιά. Ήρθε κάποια στιγ μή και έχουμε βάλει 3 ράντες, 5 φλόκους, και πιάνει ένα εννιάρι, 10-9-10 μποφόρ και είχαμε σχεδόν πλαγιοδρομία, αν όχι 90 μοίρες, στις 80-70 μοίρες, όλα τα πανιά, πώς να τα κατεβάσουμε κάτω; Εν τω μεταξύ έπρεπε να φτάσουμε στη Νιό. Η Νιό είναι 82 μίλια από εκεί, ήταν και ο Τσάλλης μέσα τότε, τελευταίο του ταξίδι. Εγώ, κάποια στιγμή εκείνη την ώρα του λέω: "καπτάν Κώστα, κατεβάζουμε μερικούς φλόκους εκεί πέρα, να αντέξουν τα πανιά; Το σκάφος είναι παλιό". "Ξέρω 'γω;", μου λέει, "τι να κάνουμε τώρα που τα έχουμε ανεβάσει, τώρα έχουμε πάρει δρόμο", μου λέει, "τι να κάνουμε;".

..."Να ορτσάρουμε λίγο", του κάνω, "να κόψουμε λίγο το 'άδεια σμα' των πανιών;" Όταν λέμε «αδειάζω πανιά», πάει να πει μικραίνω τη γωνία πρόσκρουσης του αέρα, πάνω. Δηλαδή, αν δέχομαι όλο τον αέρα τον δέχομαι έτσι, από τη μάσκα λίγο, οπότε η ταχύτητα πέφτει.

Μεσημέριασε, όμως, και το απόγευμα 6 η ώρα θα σκοτείνιαζε, άστο τώρα, δεν βαριέσαι, θα δούμε τι θα κάνουμε, και προχωράμε. Εκεί κάναμε 4 ώρες και 10 λεπτά, το θυμάμαι, από την Οφοι δούσα μέχρι τη Νιό, 80 μίλια , 18.5-19 κόμβους την ώρα, να τρίζει ένα βαπόρι, να τρίζει ολόκληρο. Είχαμε μέσα, βέβαια, και χέρια πολλά, είχαμε τους μαθητάς. Οι μαθηταί λάμβαναν μέρος, δεν ήταν επιβάτες, έτσι; Όταν μπήκαμε πια μέσα στη Νιό, ήταν στο σούρουπο του. Λυσσομάναγε αλλά ορτσάραμε και μπήκαμε μέσα. "Να πάρουμε τα πανιά κάτω", μου λέει ο Τσάλλης. Το αγαπούσε πολύ το σκάφος. Τα πανιά του, το ταξίδι με τα πανιά, τρελαινόταν δηλαδή, τρελαινόταν. Και το σκάφος δεν έπαιρνε κλίση μεγάλη, παρά τη μεγάλη ιστιοφορία. Είχε βέβαια, 600 τόνους έρμα...

[...] Φτάσαμε άλλη μια φορά από τη Χίο, πάλι πλαγιοδρομία με 3 ράδες και 3 φλόκους. 15 κόμβους, 16, από τη Χίο, Καλόγεροι (το νησάκι που είναι στη μέση μέχρι την Άνδρο), μέχρι το Κάβο Ντόρο, 15 κόμβους, χαμός, να τρίζουν οι σκότες, να λέμε τώρα θα σπάσουν, αλλά, εντάξει το φοβάσαι, είναι παλιό σκάφος, έτσι δεν είναι; άντεξε. Όχι, έχω βγάλει καλές ταχύτητες, καλά ταξίδια έχω κάνει. Πολλές φορές κάποια σχοινιά σπάνε από τα ύψη, πρέπει να ανέβει κάποιος επάνω να τα δέσει τα πανιά, δεν είναι εύκολο... ...Στη Ρόδο πηγαίναμε μια φορά, και μετά την Κω προς Ρόδο είχαμε μισόπρυμα τον καιρό και να σπάσει κάτι ράντες από πάνω, κάτι βαρδάρια που τα λέμε, που κάνεις βαρδαζόρι, που λέμε. Να πηγαίνεις για βάρδια και να πηγαίνει το καράβι. Άμα είναι μισόπλευρος ο καιρός, το σκάφος κουνάει πολύ, άμα είναι μισόπρυμα, έτσι; δεν κυβερνιέται εύκολα, πρέπει να ανεβάσεις επάνω, τον κατάλληλο άνθρωπο. Είχα εγώ κάνα δυο καλούς, αδυνατούληδες και γερούς* πρέπει να είναι αδύνατος και σβέλτος τύπου Τσάλλη, δηλαδή...

[...] Και ο καημένος ανεβαίνει πάνω, βραδιάσαμε, πηγαίναμε για τη Ρόδο, ν' ανέβει απάνω, 40 μέτρα ε; Στους σταυρούς επάνω, με την καντιλίτσα, να το άλμπουρο, να μπορέσει να το αγκαλιάσει, να τα μπαγλαρώσει τα πανιά, που λένε, έτσι;

Όταν φτάσαμε πια στην Ρόδο είχε νυχτώσει πού να μπούμε μέσα... Είχε... πώς να το πούμε; Είχε θεριέψει ο καιρός, είχε ντουμανιάσει ο καιρός, που λέμε. Πάμε να μπούμε στο λιμάνι, δεν έμπαινες με τίποτα μες στη Ρόδο, πήγαμε από κάτω από το καινούριο λιμάνι και φουντάραμε νύχτα, 12 η ώρα πια. Φουντάραμε 4-5 κλειδιά, σε βάθος, εκεί πέρα έχει 40 οργιές βάθος, κατεβάσαμε τα κλειδιά. Κατεβάζοντας σκίστηκε το ένα, όχι τα πανιά, πώς να σου το πώ; τα μαντάρια του, τα μπλατσίνια, που τα δένεις. Όλα αυτά τα εξαρτήματα τα μπαγλαρώσαμε εκεί και φουντάραμε τρεις μέρες στα ράδα, και δεν μπορούσαμε να μπούμε στο λιμάνι. Λυσσομάναγε μες στη Ρόδο 8-9 μποφώρ, και δεν μπαίνεις με τίποτα στη Ρόδο. ...Και εγώ έμπαινα μέσα στο παλιό λιμάνι, έδενα στις κολόνες. Όλοι φώναζαν τότε: "που πας; τι κάνεις; πας να μπεις εκεί μέσα;" Έμπαινα πρΰμα με δυο άγκυρες πίσω, εκεί μπροστά, λίγο πιο δω από το Μανδράκι, αλλά άμα σε πιάσει εκεί ο καιρός και είναι έτσι φορτσάτος το αντιμάμαλο που κάνει μέσα δυναμώνει και ετοιμάζεται να σε βγάλει έξω, στο μώλο. Είναι φοβερό λιμάνι, παλιολί μανο...

[...] Πέσαμε δίπλα. Ε, βέβαια μετά ξαναπηγαίναμε στο Ναύσταθμο, από δω, από κει, για πετρέλαια παίρναμε από την Αμφιάλη εκεί απέναντι. Εγώ δεν ερχόμουν με ρυμουλκά εκεί μέσα, έχω κακή εμπειρία από τα ρυμουλκά, από τα φορτηγά. Όταν ο ρυμουλκιέρης δεν είναι καλός μπορεί να σου κάνει ζημιά, να σου χαλάσει τη μανούβρα, αλλά τώρα μέσα στο Ναύσταθμο να γίνω ρεζίλι, να με τραβάνε με ρυμουλκά. Δεν είναι εύκολο το ρυμουλκό; με ένα σκάφος που το κουμαντάρεις εσύ απ'έξω... τι να δεις στο ρυμουλκό; τράβα εδώ, τράβα εκεί, κάνε εδώ. Δεν είναι οι ρυμουλ καδόροι, όπως είναι στα μεγάλα λιμάνια και με τα κατάλληλα ρυμουλκά που έχουν τώρα οι ρυμουλκαδόροι... ...Εν πάση περιπτώσει, εγώ στο πλοίο πέρασα πάρα πολύ καλά. Αντιμετώπισα, δύσκολες στιγμές, πράγματι και φουρτούνες και έτσι και αλλιώς, η γέφυρα ξεσκέπαστη, με βροχή, αέρα, έπρεπε να ήσουν στην γέφυρα. Μας έριξε μια φορά δυο μέρες και δυο νύχτες γύρω γύρω από τη Σαμοθράκη, 50 άτομα, μέσα οι μαθητές με το πλήρωμα, 80 και 2 μέρες να βράζει ο καιρός και να γυρίζεις γύρω γύρω από τη Σαμοθράκη, γιατί η Σαμοθράκη έχει ψηλά βουνά, ο καιρός περνάει.

Κρεμάει συνεχεία, πας από δω, θα τον βρεις ανατολικό, πας από κει τον βλέπεις δυτικό, πας από δω ξερνάει... και κάνοντας βόλτες γύρω γύρω εκεί για να βρούμε να απαγγιάσουμε, δεν βρίσκαμε να απαγγιάσουμε πουθενά. Μποφόρια πράμα πολύ, πολύ, αναγκάστηκα να πάω προς Ίμβρο και Τένεδο. Εκεί απάγγιασα, και ήρθαν τα περιπολικά της Τουρκίας.

Πράγματι, εκείνη την ημέρα δεν μ'ενόχλησαν καθόλου, κατάλαβαν τι ήταντο σκάφος γιατί το ξεραν και αυτοί. Το μόνο που μου είπαν, ήταν: "να μας ακολουθήσεις να σε πάμε σε ένα όρμο απάγγιο". Ναυτικά μου φέρθηκαν για κάποιες ώρες, προς τιμή τους, και εγώ δεν είχα παράπονο. Και όταν έφυγα πράγματι αυτά, κάτι περιπολικάκια μικρά της Τουρκίας, βγήκαν έξω, με χαιρέτησαν. Είχαν χαρεί, ας πούμε, αλλά αναγκάστηκα, διότι δεν μπορούσες να αγκυροβολήσεις πουθενά στη Σαμοθράκη. Όσο πιο ψηλά βουνά είναι, να το θυμάστε αυτό, θα το λέω σε όλους, μακριά όταν φυσάει, μακριά από ακτές. Όταν πας στην Ικαρία κατεβάζει πέτρες, κοτρόνια. Μόλις απομακρυνθείς 3- 4 μίλια , δροσάρει, δεν κρεμάει ο καιρός. Πηγαίνοντας κοντά κρεμάει ο καιρός.

...Όπου έχει ψηλά βουνά σέρνει σπολιάδες, κατακρημνίζεται ο αέρας. Όπου έχει ψηλά βουνά μακριά από στεριές, εκεί έχουμε υποφέρει, έχω περάσει δύσκολες στιγμές, ωραίες, δόξα σοι ο Θεός.

...Κοίταξε να δεις, εγώ, έχω μια μενταλιτέ, να το πω, που μου έχει μείνει στο μυαλό από τους παλιούς δασκάλους καπεταναίους. Μου' λεγαν οι παλιοί καπεταναίοι: "να θυμάσαι Αντρέα, στη θάλασσα, δέκα φορές να σκέπτεσαι και μία να πράττεις. Ό,τι είναι να κάνεις θα το έχεις σκεφτεί και θα το έχεις ξανασκεφτεί, γιατί η θάλασσα δεν συγχωρεί λάθη, δηλαδή θα έχεις πολύ σύνεση σε αυτό που θα κάνεις, δέκα θα σκέφτεσαι και μία θα πράττεις. Δεν θα λες τώρα το αποφάσισα, τώρα το θέλω, τώρα θα το κάνω. [...] Γιατί την ώρα που θα το κάνεις αν το έχεις αποφασίσει λάθος, κλάφτην την θάλασσα, δεν συγχωρεί, και ο μάστορας της θάλασσας ακόμα δεν εβρέθη, ούτε θα βρεθεί". Αυτό το λέω τώρα που είμαι στο ναυτικό με τη βούλα. Δεν μαστορεύεται η θάλασσα. Είναι ένα γνωμικό παλιών καπεταναίων Ελλήνων, ότι ο μάστορας της θάλασσας ακόμα δεν εβρέθη, είναι πολύ σημαντικό...

...Άρα λοιπόν, εγώ κατάλαβα στην ζωή μου ότι πρέπει να είμαι πολύ συνετός. Καλύτερα, λέει, να σε πουν στην αρχή φοβιτσιάρη, τρόπον τινά, ή δειλό, παρά θρασύ, γιατί θα σου φέρει ατύχημα η θάλασσα. Δόξα τω Θεώ, τόσα χρόνια μέσα στα βαπόρια, είχα 32 χρόνια μέσα στο φυλλάδιο, 32 χρόνια ταξιδεμένα, δεν άνοιξα μύτη, δεν γρατζούνισα σκάφος, δεν έκανα ζημιά, δεν έσπασα κάβο. Τα πρόσεχα, τα φρόντιζα, που λένε. Το βαπόρι είναι μια ψυχή, πρέπει να το φροντίζεις...»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ


(του Ι. Παλούμπη, αποσπάσματα κειμένου από το περιοδικό Περίπλους, 20 (1997), Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)

Στις 29 Νοεμβρίου 1995 το Υπουργείο Πολιτισμού με την υπ' αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/Β/4608 1/3225 απόφαση του απεδέχθη τη δωρεάν διάθεση του εκπαιδευτικού πλοίου «Ευγένιος Ευγενίδης» από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Την αυτή ημέρα με την υπ' αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/Ι/- 55414/3939 απόφαση του το Υπουργείο Πολιτισμού παρεχώρησε τη χρήση του Ε/Π «Ευγ. Ευγενίδης» στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.

Των δυο αυτών αποφάσεων, που ασφαλώς ανοίγουν μια νέα σελίδα στη ζωή του πλοίου, είχε προηγηθεί μια θλιβερή περίοδος παροπλισμού τεσσάρων περίπου χρόνων στο λιμάνι της Ζέας. Κι όμως, σε πείσμα του καιρού, το σκαρί συνέχιζε να λικνίζεται στη μπουκαδούρα του προλιμένα της Ζέας. Οι κομψές γραμμές δεν έχαναν την ευλυγισία και τη λεπτότητα τους και ξεχώριζαν ανάμεσα στις βαρυφορτωμένες και κοντόχοντρες σύγχρονες θαλαμηγούς με μια φινέτσα που απέπνεε την αρχοντιά και την ευγένεια ενός ένδοξου παρελθόντος.

Στην αρχή του σημειώματος αναφέρθηκε με ποιες συνθήκες το σκάφος περιήλθε στην κατοχή του Υπουργείου Πολιτισμού και πώς παραχωρήθηκε η χρήση του στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος με στόχο την αναπαλαίωση και συντήρηση του σκάφους και τη μετατροπή του σε μουσειακό και εκθεσιακό

χώρο. Στόχος φιλόδοξος, αλλά όχι ακατόρθωτος εάν κάποιος μαικήνας στεκόταν πίσω απ' το όλο εγχείρημα. Δυστυχώς, το Υπουργείο Πολιτισμού, παρ' όλη την πανθομολογούμενη καλή του διάθεση δεν μπορεί να εκληφθεί ως μαικήνας και τα διατιθέμενα ποσά, σημαντικά μεν, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ικανά για την αναβάθμιση και μετατροπή του σκάφους.

Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ναυτικού Μουσείου εβοηθήθηκαν από επιτροπή ειδικών τεχνικών Αξ/κών που διατέθηκαν από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύνολο προδιαγραφών που εστάλη σε διάφορα ναυπηγεία, από τις απαντήσεις των οποίων προκρίθηκε ο μειοδότης εργολάβος των απαιτουμένων εργασιών.

Λόγω της στενότητος των διατιθεμένων πιστώσεων ο στόχος που ετέθη ήταν:
Έλεγχος και επίτευξη υδατοστεγανότητας
Στοιχειώδης μηχανολογική υποστήριξη της λειτουργικότητας του σκάφους εν όρμω.
Αναβάθμιση της εξωτερικής εμφάνισης.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ευγένιος Ευγενίδης από το Διδυμότειχο της Θράκης




Ο Ευγένιος Ευγενίδης του Αγαπίου και της Χαρίκλειας, το γένος Αφεντάκη, γεννήθηκε στο Διδυμότειχο στις 22 Δεκεμβρίου 1882. Ο πατέρας του ήταν ανώτατος δικαστικός και φρόντισε να λάβει ο γιος του καλή αγωγή, εμπνέοντας ταυτόχρονα σ' αυτόν από μικρή ηλικία τα βασικά στοιχεία μιας ευρείας ανθρωπιστικής μόρφωσης.


Μετά την ολοκλήρωση της βασικής του εκπαίδευσης ο Ευγένιος Ευγενίδης μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και ενεγράφη στο αμερικάνικο Robert College όπου "συνεπλήρωσε τα εφόδια με τα οποία ενισχύθη η οξεία ευφυΐα του και πολυσύνθετος προσωπικότης". Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του εργάστηκε για τρία χρόνια στον εμπορικό οίκο "Doro's Brothers" της Πόλης και στην συνέχεια, το 1904, στο μεγάλο ναυτικό πρακτορείο "Reppen" του οποίου τη διεύθυνση ανέλαβε μετά από δύο χρόνια. Χάρις στην ευφυΐα και τη φιλοδοξία που τον χαρακτήριζαν, σε σύντομο χρονικό διάστημα γίνεται συνεταίρος εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στην εισαγωγή ξυλείας. Παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητες του και έχοντας διαπιστώσει την ανάγκη για φορτηγίδες ο αριθμός των οποίων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν επαρκής, δημιουργεί το δικό του ναυπηγείο στον Κεράτιο κόλπο, στο οποίο και ναυπηγεί 24 φορτηγίδες.

Το ενδιαφέρον του για την εισαγωγή και εμπορία ξυλείας από τις Σκανδιναβικές χώρες τον έφερε σε επαφή με μία από τις μεγαλύτερες εφοπλιστικές και ναυπηγικές εταιρίες της χερσονήσου, την Μπρόστρομ Κονσέρν. Η γνωριμία αυτή του ανοίγει το δρόμο για την καθεαυτού ναυτιλιακή δραστηριότητα μέσω της πρότασής του να οργανώσει ο ίδιος την γραμμή που θα συνδέει την βόρεια Ευρώπη με την Εγγύς Ανατολή, την οποία και αποδέχθηκαν οι Σκανδιναβοί συνεργάτες του. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι η ίδρυση, το 1907, του "Σκανδιναβικού Πρακτορείου Εγγύς Ανατολής".

Μια σειρά από επιτυχείς επιχειρηματικές δραστηριότητες κατέστησαν τον Ευγένιο Ευγενίδη έναν από τους πιο αξιόλογους οικονομικούς παράγοντες της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα τραγικά γεγονότα του 1922. Την περίοδο εκείνη αναγκάζεται, όπως και χιλιάδες άλλοι ομογενείς της Πόλης, να την εγκαταλείψουν και μαζί με τους Μικρασιάτες να ζητήσουν άσυλο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Σε ηλικία 40 ετών, με μεγάλη πείρα και εκτενείς γνωριμίες ανά τον κόσμο, ο Ευγένιος Ευγενίδης ξεκινά τον δεύτερο κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας με έδρα το λιμάνι του Πειραιά και αντικείμενο, πέραν της ξυλεμπορίας, τη γενική πρακτόρευση της Σουηδικής Ανατολικής Γραμμής (Svenska Orient Line - SOL). Εμμένοντας στην αρχή του να συνδυάζει το εμπόριο με τις μεταφορές, καταφέρνει να επιτύχει την ανάπτυξη της γραμμής, εκμεταλλευόμενος τα πρώτα πλοία μεταφοράς ξυλείας που εισάγει από τη Σουηδία. Στην πορεία αυτής της συνεργασίας, το Σκανδιναβικό Πρακτορείο που χειρίζεται τα συμφέροντα της SOL στην Εγγύς Ανατολή, αναπτύσσεται σημαντικά και καθίσταται υπόδειγμα οργανισμού πρακτόρευσης για ολόκληρη την Μεσόγειο και όχι μόνο, καθώς σύντομα οι δραστηριότητες της εταιρίας απλώνονται στην ανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής αλλά και στην Νότια Αφρική. Η επιτυχία του Σκανδιναβικού Πρακτορείου Εγγύς Ανατολής, όπως πια ονομάζεται η εταιρία, δίνει τέτοια ώθηση στο εμπόριο και τις μεταφορές ώστε καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ανανέωση και αύξηση του στόλου της εταιρίας SOL και την ένταση της διαχειριστικής δραστηριότητας του Ευγένιου Ευγενίδη που αφορά στα πλοία αυτά και την πρακτόρευσή τους εντός της Μεσογείου.

Πέραν όμως από την επιτυχημένη επιχειρηματική του παρουσία στον Ελλαδικό χώρο, ο Ευγενίδης γίνεται αρωγός της ανάπτυξης διμερών σχέσεων με όλες τις Σκανδιναβικές και Βαλτικές χώρες. Αβίαστο αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν από την μια η ίδρυση δύο γραμμών οι οποίες συνέδεαν αντίστοιχα την Φιλανδία και την Πολωνία με την Ελλάδα, και από την άλλη ο διορισμός του το 1926 ως γενικού προξένου της Φιλανδίας στην χώρα μας.

Παράλληλα με τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητες οι οποίες συμπεριλάμβαναν την πρακτόρευση και διαχείριση πλοίων ξένων εταιριών, το 1937 ο Ευγενίδης αγόρασε το πρώτο του σκάφος, το υπό ελληνική σημαία Α/Π "Αργώ", ξεκινώντας επίσημα πια τη δράση του στο χώρο του εφοπλισμού. Το πλοίο αυτό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο έξω από το λιμάνι του Cape Town, στην Νότια Αφρική. Γενικότερα αξίζει να σημειωθεί ότι τη δεκαετία 1929-1939 ο Ευγένιος Ευγενίδης διετέλεσε πρόεδρος πολλών ελληνικών και ξένων ναυτιλιακών επιχειρήσεων και οργανισμών.

Λίγο πριν την κατοχή της χώρας μας από τα στρατεύματα των εισβολέων, ο Ευγενίδης φεύγει από την Ελλάδα μεταφέροντας μαζί του και τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του. Αρχικά φτάνει στην Αίγυπτο και από εκεί στην Νότια Αφρική και εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της Cape Town όπου και οργανώνει ιδιαίτερο πρακτορείο το οποίο με το ιδιόκτητο φορτηγό του "Αργώ" λειτουργεί τακτική γραμμή με τη Νότιο Αμερική. Στην συνέχεια μετακομίζει στο Buenos Aires της Αργεντινής από όπου και συνεχίζει καθ' όλη την διάρκεια του πολέμου τη διαχείριση των πλοίων του Σουηδικού εφοπλιστικού οίκου "Μπροστρομ". Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ευγενίδης προετοιμάζει την μεταπολεμική του εξόρμηση. Προβλέπει τις οικονομικές και ναυτιλιακές εξελίξεις που ακολουθούν το τέλος του πολέμου και προσαρμόζει αναλόγως τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ευθύς μετά τον πόλεμο επιστρέφει στην Ευρώπη και με έδρα την Γένοβα ιδρύει την εταιρία "Home Lines" με σκοπό να εξυπηρετήσει το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα από την κατεστραμμένη Ευρώπη προς άλλες ηπείρους. Τα τέσσερα υπερωκεάνια που σύντομα αποκτά η εταιρία δρομολογούνται αρχικά προς τη Νότιο Αφρική και την Αυστραλία και στην συνέχεια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά καταφέρνοντας γρήγορα να κατακτήσουν την Τρίτη θέση της επιβατικής κίνησης στην γραμμή του Βόρειου Ατλαντικού.

Το 1947 μεταφέρει εκ νέου την έδρα των δραστηριοτήτων του στο Vevey της Ελβετίας από όπου και διευθύνει τις ανά των κόσμο επιχειρήσεις του. Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου το 1949 και το κλίμα πολιτικής σταθερότητας που σιγά σιγά αναπτύσσεται στην Ελλάδα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επιστροφή του Ευγένιου Ευγενίδη στην πατρίδα. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται στα μέσα του 1953 και είναι συνυφασμένη με την τότε κυβερνητική προσπάθεια για επαναπατρισμό της ναυτιλίας, καθιστώντας τον ως τον πρώτο εφοπλιστή που έδωσε το παράδειγμα επαναπατρισμού πλοίου του, εγγράφοντάς το μεταπολεμικά εις το ελληνικό νηολόγιο.

Από τον Πειραιά και πάλι ξεκινά μια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα που αφορά την διάνοιξη γραμμής συνδέουσας την Ελλάδα με την Νότιο Αμερική. Το πρώτο δρομολόγιο της γραμμής αυτής πραγματοποιείται την 13η Νοεμβρίου του 1953 από το υπό ελληνική σημαία νεότευκτο πλοίο "Αθήναι" το οποίο αγοράστηκε από το κράτος σε πλειοδοτικό διαγωνισμό καταβάλλοντας τίμημα κατά 37,2% μεγαλύτερο από τον αμέσως επόμενο ενδιαφερόμενο. Μετά το επιτυχές αυτό εγχείρημα και μετά από σχετικό αίτημα της τότε κυβερνήσεως, ο Ευγενίδης υψώνει τη γαλανόλευκη στο υπερωκεάνιο "Ατλάντικ" και την 4η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους υπογράφει σχετική σύμβαση με την οποία η Ελλάδα αποκτά μια σύγχρονη γέφυρα που την συνέδεσε με τον Νέο Κόσμο και τα ξενιτεμένα παιδιά της.


Η επιστροφή του στην πατρίδα δεν συνοδεύεται μόνο από επιτυχημένες επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλά και από μια σειρά φιλανθρωπικές προσπάθειες που είχαν σκοπό την έμπρακτη συμπαράσταση σε δεινοπαθούντες συνανθρώπους του. Η πρώτη ευκαιρία δόθηκε τον Αύγουστο του 1953 όταν μετά τους καταστροφικούς σεισμούς των Ιονίων νήσων πρόσφερε σημαντικά ποσά στους σεισμοπαθείς τόσο εξ ιδίων πόρων όσο και δια της μεσολαβήσεώς του στις σκανδιναβικές χώρες. Η συνέχεια της ανθρωπιστικής του δραστηριότητας, παρότι επί το πλείστον ηθελημένα άγνωστη στο ευρύ κοινό, ήταν εξίσου έντονη μέχρι το τέλος της ζωής του το 1954.

Μετά το θάνατο του Ευγένιου Ευγενίδη, τη διοίκηση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων ανέλαβε ένας από τους στενότερους συνεργάτες και αναδεκτός του ο Νικόλαος Βερνίκος, ο οποίος σύμφωνα με την επιθυμία του έφερε από τότε ως δεύτερο επώνυμο το Ευγενίδης. Συνεχιστή του φιλανθρωπικού του έργου κατέστησε την αδελφή του Μαριάνθη Γ. Σίμου, η οποία ως εκτελεστής της διαθήκης του ανέλαβε την ολοκλήρωση και στην συνέχεια τη διαχείριση του ομώνυμου ιδρύματος το οποίο βάση της επιθυμίας του Ευγενίδη είχε σκοπό να "συμβάλλει εις την εκπαίδευσιν νέων ελληνικής ιθαγένειας εν επιστημονικώ και τεχνικώ πεδίω".

Πηγή: Ίδρυμα Ευγενίδου, Εκπαιδευτικό Κοινωφελές Ίδρυμα.


Γράφει ο Σπύρος Μελάς το 1954 στην «Εστία»: «Από τα θρανία της Ροβερτείον Σχολής όπου εμαθήτευσε πρωτεύων, μου εξομολογήθη κάποτε (ο Ευγένιος Ευγενίδης),όταν τον πρωτογνώρισα ως γενικόν πρόξενο της Φιλανδίας στην έπαυλη της Γλυφάδας, ότι ονειροπολούσε να κερδίσει άφθονο χρήμα, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για να μπορεί να φαίνεται χρήσιμος και στους άλλους. Το έκανε σαν αληθινός χριστιανός και πατριώτης, αθόρυβα, μυστικά. Ενέδιδε σε όσες αιτήσεις αφορούσαν σε πράγματα που θεωρούσε ωφέλιμα στο σύνολο... Επλήρωνε εκδόσεις, εχρηματοδοτούσε αποστολές, έδινε υποτροφίες, διευκόλυνε ταξίδια... είχε ολόκληρο κατάλογο πτωχών που εβοηθούσε και άρχιζε από αυτούς την πληρωμή των μηνιαίων του υποχρεώσεων».


Ο Ευγένιος Ευγενίδης έτρεφε ανέκαθεν βαθιά εκτίμηση στην τεχνική γνώση, σε κάθε επίπεδο. Ειδικότερα για την κατάσταση στην Ελλάδα υποστήριζε: «Η αρρώστια τον τόπον μας είναι ότι δεν έχουμε κατάλληλους ανθρώπους για εκεί που μας χρειάζονται. Όλοι λένε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλο υπόγειο πλούτο. Σίδερο, μολύβι, χρώμιο, βωξίτη κ.ά. Ωστόσο τα ελληνόπουλα σπουδάζουν γιατροί, δικηγόροι και φιλόλογοι που ύστερα δεν έχουμε τι να τους κάνουμε. Και μετά λέμε πως είμαστε λαός θαλασσινός. Όμως φτύνονμε αίμα για να βρούμε μηχανικούς πλοίων της προκοπής για νεώτερες μηχανές. Χωρίς τους ειδικούς και τους καταρτισμένους ανθρώπους, είναι αδύνατον να πάνε μπροστά οι κοινωνίες σήμερα...».



Στις 7 Ιουνίου του 1965, στη διάρκεια μιας μεγαλόπρεπης τελετής με την παρουσία της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας του τόπου, γίνονται τα εγκαίνια του κτιριακού συγκροτήματος που θα στεγάσει το "Ίδρυμα στη λεωφόρο Συγγρού. Γράφει το περιοδικό «Αργώ»:

«Δεν είχε η χώρα μας, ένα ανάκτορον για την παιδείαν, την επιστήμην και την τεχνολογίαν. Το απέκτησεν πρόσφατα. Η γενναιοδωρία τον εθνικού ευεργέτου Ενγενίου Ενγενίδου υπεκατέστησεν την αδυναμίαν της εθνικής πτώχειας».

Η μεγάλη αυτή δωρεά του ναυτικού πλούτου προς τους νέους της Ελλάδας, αποκάλυψε την εξαιρετική ιδιοφυία του εθνικού ευεργέτη. Μίλησε για τεχνική εκπαίδευση πριν από 44 χρόνια, σε εποχή που ο τομέας αυτός ήταν στα σπάργανα, δικαιώνοντας εκείνο που είχε πει κάποτε ο πρόεδρος των βιομηχάνων Δημήτρης Μαρινόπουλος, απευθυνόμενος σε εφοπλιστές συνομιλητές του: «Δεν σας θέλουμε στην Ελλάδα για τα κεφάλαια σας. Σας θέλουμε για τα κεφάλια σας...».

Το Ίδρυμα Ευγενίδου όμως, περισσότερο από έργο γενναιοδωρίας και πατριωτικών αισθημάτων υπήρξε και κάτι ακόμη: μια πράξη με ψυχή, αυτήν ακριβώς την ψυχή που διέθετε η αδελφή του μεγάλου διαθέτη, η Μαριάνθη Σίμου, η οποία ευλαβικά υπηρέτησε τη μνήμη του Ευγένιου Ευγενίδη, υλοποιώντας στο έπακρο τη μεταθανάτια επιθυμία του.

Όταν τον Απρίλιο του 1954 φεύγει αδόκητα από τη ζωή, ήταν ήδη καθιερωμένος διεθνώς ως μεγάλου κύρους επιχειρηματική φυσιογνωμία και στην πατρίδα του ως εθνικός ευεργέτης. Ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου του καντονίου του Βω της Ελβετίας, Σοβερύ, αποκάλυψε μια προσωπική συζήτηση που είχε με τον Ευγενίδη, λίγες μέρες πριν το θάνατο του.

Δεν θα έπρεπε κύριε Ευγενίδη να κουράζεστε τόσο, εξαντλώντας τις δυνάμεις σας και αγνοώντας τις επίμονες συστάσεις των γιατρών σας, τον συμβούλεψε ο κ. Σοβερύ. Και ο Ευγενίδης με μια εξομολόγηση εκ βαθέων, του απάντησε: - Αγαπώ φίλε μου την εργασία. Λατρεύω τη δίνη των υποθέσεων, την υπερνίκηση των δυσκολιών, τον αγώνα για την επί-τενξη τον σκοπού που επιδιώκω. Ακόμη χαίρομαι, και μη φανεί αυτό υπερβολικό, την αποτυχία, γιατί έτσι καταλαβαίνω μετά τη χαρά από το θρίαμβο. Όλα αυτά είναι το ενδιαφέρον της ζωής για μένα. Επιθυμώ όμως έναν αιφνίδιο θάνατο, εκεί, στη θέση μου, την ώρα που εργάζομαι, με όλες τις πνευματικές μου δυνάμεις ακέραιες και πριν τα γεράματα κι αρρώστια με καταβάλλουν. Μακάρι ο Θεός να μου χαρίσει και αυντή την καλή τύχη...». Και ο Θεός άκουσε την επιθυμία του. Πέθανε στην Ελβετία, στις 22 Απριλίου του 1954, στη διάρκεια μιας δεξίωσης που μπορούσε να ήταν προς τιμήν του.




Το ιστορικό ιστιοφόρο «Ευγένιος Ευγενίδης», μια κομψή τρικάταρτη σκούνα του 1929, σε μαγεύει καταρχήν με την ιστορία του. Η ζωή του ξεκινά από ένα φημισμένο ναυπηγείο στη βροχερή Σκωτία, ως " Sunbeam II ", ακολουθούν κρουαζιέρες αναψυχής στα ζεστά νερά της Μεσογείου, και στη συνέχεια, μυστικές αποστολές διάσωσης αγωνιστών της Αντίστασης στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Η δράση συνεχίζει μεταπολεμικά στις βόρειες θάλασσες, όπου το πλοίο, υπό σουηδική κυριότητα, λειτουργεί πλέον ως εκπαιδευτικό, για να καταλήξει αμέσοος μετά στα ηλιόλουστα ελληνικά νερά, εκπαιδεύοντας τους ναυτικούς δόκιμους στην Ύδρα.


Τα τελευταία χρόνια, το πλοίο παρέμενε σιωπηλά αραγμένο στον Φλοίσβο, περιμένοντας ένα καλύτερο μέλλον, που τελικά φαίνεται ότι ήλθε. Το Πολεμικό Ναυτικό μας, ανέλαβε δυναμικά μιά επιχείρηση διάσωσης διαφορετική από κάθε άλλη: να ξαναφέρει στη θαλασσινή ζωή το ιστιοφόρο «Ευγένιος Ευγενίδης», να μεριμνήσει για την άμεση επισκευή και τον επανεξοπλισμό του. Και ακόμη περισσότερο, να δώσει πνοή σε ένα σκαρί που σήμερα φαίνεται να τη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Αυτή ακριβώς η πνοή φαίνεται να ζωντανεύει την έκθεση για το πλοίο «Ευγένιος Ευγενίδης», που με πολλή φροντίδα στήθηκε και θα φιλοξενηθεί για αρκετούς μήνες στο ιστορικό πλοίο-μουσείο θωρηκτό «Αβέρωφ». Η έκθεση αναβιώνει κομμάτι-κομμάτι την πλούσια ιστορία του ιστιοφόρου, συλλέγοντας ιστορικά στοιχεία, ντοκουμέντα, αντικείμενα, αλλά και αναμνήσεις διαφορετικών ανθρώπων, δεμένων με τη θάλασσα και με τη ζωή του ίδιου του σκαριού, φέρνοντας έως τη μαρίνα του Φλοίσβου, το άρωμα άλλων εποχών.

Πιστεύουμε ότι το ελληνικό ιστιοφόρο «Ευγένιος Ευγενίδης», έχει έναν νέο προορισμό και μια λαμπρή προοπτική στον 21ο αιώνα: να επανέλθει στους θαλασσινούς δρόμους, ως ένα αξιόπλοο πλέον εκπαιδευτικό σκαρί για το Πολεμικό Ναυτικό μας, αλλά και ως καύχημα του θαλασσινού λαού μας που θα μεταφέρει υπό την ελληνική σημαία, ένα μήνυμα φιλίας των λαών, σε λιμάνια και θάλασσες ασφάλειας και συνεργασίας. Η αναβίωση του ιστιοφόρου «Ευγένιος Ευγενίδης» και η επαναφορά σι η ν ενέργεια με τους νέους αυτούς στόχους, θα έκανε περήφανο το μεγάλο ευεργέτη μας και δεινό επιχειρηματία της θάλασσας Ευγένιο Ευγενίδη, αλλά και την αδελφή του Μαριάνθη Σίμου, η οποία υλοποίησε την απόφαση να υποσυηριχθεΐ από την περιουσία του εθνικού ευεργέτη, η αγορά του πλοίου από το ελληνικό δημόσιο, το 1965. Ελπίζω ότι η ελληνική Πολιτεία, ιδιαίτερα το Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και όλοι -φορείς και άτομα- που βλέπουν με ευαισθησία τη θαλασσινή μοίρα του Έλληνα, θα πρέπει αρμονικά να συνεργαστούν ώστε να αποτελέσει ίο «Ευγένιος Ευγενίδης» μια ακόμη σημαντική ψηφίδα στο ναυτικό πολιτισμό όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά του ευρωπαϊκού και διεθνούς κόσμου.

Πρόεδρος Ιδρύματος Ευγενίδου

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ-ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ